Ancient Greek-English Dictionary Language

ὑποπιθηκίζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ὑποπιθηκίζω ὑποπιθηκίσω

Structure: ὑποπιθηκίζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to play the ape a little

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑποπιθηκίζω ὑποπιθηκίζεις ὑποπιθηκίζει
Dual ὑποπιθηκίζετον ὑποπιθηκίζετον
Plural ὑποπιθηκίζομεν ὑποπιθηκίζετε ὑποπιθηκίζουσιν*
SubjunctiveSingular ὑποπιθηκίζω ὑποπιθηκίζῃς ὑποπιθηκίζῃ
Dual ὑποπιθηκίζητον ὑποπιθηκίζητον
Plural ὑποπιθηκίζωμεν ὑποπιθηκίζητε ὑποπιθηκίζωσιν*
OptativeSingular ὑποπιθηκίζοιμι ὑποπιθηκίζοις ὑποπιθηκίζοι
Dual ὑποπιθηκίζοιτον ὑποπιθηκιζοίτην
Plural ὑποπιθηκίζοιμεν ὑποπιθηκίζοιτε ὑποπιθηκίζοιεν
ImperativeSingular ὑποπιθήκιζε ὑποπιθηκιζέτω
Dual ὑποπιθηκίζετον ὑποπιθηκιζέτων
Plural ὑποπιθηκίζετε ὑποπιθηκιζόντων, ὑποπιθηκιζέτωσαν
Infinitive ὑποπιθηκίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑποπιθηκιζων ὑποπιθηκιζοντος ὑποπιθηκιζουσα ὑποπιθηκιζουσης ὑποπιθηκιζον ὑποπιθηκιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑποπιθηκίζομαι ὑποπιθηκίζει, ὑποπιθηκίζῃ ὑποπιθηκίζεται
Dual ὑποπιθηκίζεσθον ὑποπιθηκίζεσθον
Plural ὑποπιθηκιζόμεθα ὑποπιθηκίζεσθε ὑποπιθηκίζονται
SubjunctiveSingular ὑποπιθηκίζωμαι ὑποπιθηκίζῃ ὑποπιθηκίζηται
Dual ὑποπιθηκίζησθον ὑποπιθηκίζησθον
Plural ὑποπιθηκιζώμεθα ὑποπιθηκίζησθε ὑποπιθηκίζωνται
OptativeSingular ὑποπιθηκιζοίμην ὑποπιθηκίζοιο ὑποπιθηκίζοιτο
Dual ὑποπιθηκίζοισθον ὑποπιθηκιζοίσθην
Plural ὑποπιθηκιζοίμεθα ὑποπιθηκίζοισθε ὑποπιθηκίζοιντο
ImperativeSingular ὑποπιθηκίζου ὑποπιθηκιζέσθω
Dual ὑποπιθηκίζεσθον ὑποπιθηκιζέσθων
Plural ὑποπιθηκίζεσθε ὑποπιθηκιζέσθων, ὑποπιθηκιζέσθωσαν
Infinitive ὑποπιθηκίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑποπιθηκιζομενος ὑποπιθηκιζομενου ὑποπιθηκιζομενη ὑποπιθηκιζομενης ὑποπιθηκιζομενον ὑποπιθηκιζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑποπιθηκίσω ὑποπιθηκίσεις ὑποπιθηκίσει
Dual ὑποπιθηκίσετον ὑποπιθηκίσετον
Plural ὑποπιθηκίσομεν ὑποπιθηκίσετε ὑποπιθηκίσουσιν*
OptativeSingular ὑποπιθηκίσοιμι ὑποπιθηκίσοις ὑποπιθηκίσοι
Dual ὑποπιθηκίσοιτον ὑποπιθηκισοίτην
Plural ὑποπιθηκίσοιμεν ὑποπιθηκίσοιτε ὑποπιθηκίσοιεν
Infinitive ὑποπιθηκίσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑποπιθηκισων ὑποπιθηκισοντος ὑποπιθηκισουσα ὑποπιθηκισουσης ὑποπιθηκισον ὑποπιθηκισοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑποπιθηκίσομαι ὑποπιθηκίσει, ὑποπιθηκίσῃ ὑποπιθηκίσεται
Dual ὑποπιθηκίσεσθον ὑποπιθηκίσεσθον
Plural ὑποπιθηκισόμεθα ὑποπιθηκίσεσθε ὑποπιθηκίσονται
OptativeSingular ὑποπιθηκισοίμην ὑποπιθηκίσοιο ὑποπιθηκίσοιτο
Dual ὑποπιθηκίσοισθον ὑποπιθηκισοίσθην
Plural ὑποπιθηκισοίμεθα ὑποπιθηκίσοισθε ὑποπιθηκίσοιντο
Infinitive ὑποπιθηκίσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑποπιθηκισομενος ὑποπιθηκισομενου ὑποπιθηκισομενη ὑποπιθηκισομενης ὑποπιθηκισομενον ὑποπιθηκισομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION