Ancient Greek-English Dictionary Language

ὑπερεκπίπτω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ὑπερεκπίπτω ὑπερεκπεσοῦμαι

Structure: ὑπερ (Prefix) + ἐκπίπτ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to go beyond all bounds

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑπερεκπίπτω ὑπερεκπίπτεις ὑπερεκπίπτει
Dual ὑπερεκπίπτετον ὑπερεκπίπτετον
Plural ὑπερεκπίπτομεν ὑπερεκπίπτετε ὑπερεκπίπτουσιν*
SubjunctiveSingular ὑπερεκπίπτω ὑπερεκπίπτῃς ὑπερεκπίπτῃ
Dual ὑπερεκπίπτητον ὑπερεκπίπτητον
Plural ὑπερεκπίπτωμεν ὑπερεκπίπτητε ὑπερεκπίπτωσιν*
OptativeSingular ὑπερεκπίπτοιμι ὑπερεκπίπτοις ὑπερεκπίπτοι
Dual ὑπερεκπίπτοιτον ὑπερεκπιπτοίτην
Plural ὑπερεκπίπτοιμεν ὑπερεκπίπτοιτε ὑπερεκπίπτοιεν
ImperativeSingular ὑπερέκπιπτε ὑπερεκπιπτέτω
Dual ὑπερεκπίπτετον ὑπερεκπιπτέτων
Plural ὑπερεκπίπτετε ὑπερεκπιπτόντων, ὑπερεκπιπτέτωσαν
Infinitive ὑπερεκπίπτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑπερεκπιπτων ὑπερεκπιπτοντος ὑπερεκπιπτουσα ὑπερεκπιπτουσης ὑπερεκπιπτον ὑπερεκπιπτοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑπερεκπίπτομαι ὑπερεκπίπτει, ὑπερεκπίπτῃ ὑπερεκπίπτεται
Dual ὑπερεκπίπτεσθον ὑπερεκπίπτεσθον
Plural ὑπερεκπιπτόμεθα ὑπερεκπίπτεσθε ὑπερεκπίπτονται
SubjunctiveSingular ὑπερεκπίπτωμαι ὑπερεκπίπτῃ ὑπερεκπίπτηται
Dual ὑπερεκπίπτησθον ὑπερεκπίπτησθον
Plural ὑπερεκπιπτώμεθα ὑπερεκπίπτησθε ὑπερεκπίπτωνται
OptativeSingular ὑπερεκπιπτοίμην ὑπερεκπίπτοιο ὑπερεκπίπτοιτο
Dual ὑπερεκπίπτοισθον ὑπερεκπιπτοίσθην
Plural ὑπερεκπιπτοίμεθα ὑπερεκπίπτοισθε ὑπερεκπίπτοιντο
ImperativeSingular ὑπερεκπίπτου ὑπερεκπιπτέσθω
Dual ὑπερεκπίπτεσθον ὑπερεκπιπτέσθων
Plural ὑπερεκπίπτεσθε ὑπερεκπιπτέσθων, ὑπερεκπιπτέσθωσαν
Infinitive ὑπερεκπίπτεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑπερεκπιπτομενος ὑπερεκπιπτομενου ὑπερεκπιπτομενη ὑπερεκπιπτομενης ὑπερεκπιπτομενον ὑπερεκπιπτομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἑώρων γὰρ αὐτοὺσ κοσμίωσ βαδίζοντασ, ἀναβεβλημένουσ εὐσταλῶσ, φροντίζοντασ ἀεί, ἀρρενωπούσ, ἐν χρῷ κουρίασ τοὺσ πλείστουσ, οὐδὲν ἁβρὸν οὐδ̓ αὖ πάνυ ἐσ τὸ ἀδιάφορον ὑπερεκπῖπτον, ὡσ ἔκπληκτον εἶναι καὶ κυνικὸν ἀτεχνῶσ, ἀλλ̓ ἐπὶ τοῦ μέσου καταστήματοσ, ὃ δὴ ἄριστον ἅπαντεσ εἶναι φασιν. (Lucian, 36:2)

Synonyms

  1. to go beyond all bounds

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION