헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑπεκπρολύω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑπεκπρολύω ὑπεκπρολύσω

형태분석: ὑπεκπρολύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to loose from under, loosed, from under

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπεκπρολύω

ὑπεκπρολύεις

ὑπεκπρολύει

쌍수 ὑπεκπρολύετον

ὑπεκπρολύετον

복수 ὑπεκπρολύομεν

ὑπεκπρολύετε

ὑπεκπρολύουσιν*

접속법단수 ὑπεκπρολύω

ὑπεκπρολύῃς

ὑπεκπρολύῃ

쌍수 ὑπεκπρολύητον

ὑπεκπρολύητον

복수 ὑπεκπρολύωμεν

ὑπεκπρολύητε

ὑπεκπρολύωσιν*

기원법단수 ὑπεκπρολύοιμι

ὑπεκπρολύοις

ὑπεκπρολύοι

쌍수 ὑπεκπρολύοιτον

ὑπεκπρολυοίτην

복수 ὑπεκπρολύοιμεν

ὑπεκπρολύοιτε

ὑπεκπρολύοιεν

명령법단수 ὑπεκπρόλυε

ὑπεκπρολυέτω

쌍수 ὑπεκπρολύετον

ὑπεκπρολυέτων

복수 ὑπεκπρολύετε

ὑπεκπρολυόντων, ὑπεκπρολυέτωσαν

부정사 ὑπεκπρολύειν

분사 남성여성중성
ὑπεκπρολυων

ὑπεκπρολυοντος

ὑπεκπρολυουσα

ὑπεκπρολυουσης

ὑπεκπρολυον

ὑπεκπρολυοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπεκπρολύομαι

ὑπεκπρολύει, ὑπεκπρολύῃ

ὑπεκπρολύεται

쌍수 ὑπεκπρολύεσθον

ὑπεκπρολύεσθον

복수 ὑπεκπρολυόμεθα

ὑπεκπρολύεσθε

ὑπεκπρολύονται

접속법단수 ὑπεκπρολύωμαι

ὑπεκπρολύῃ

ὑπεκπρολύηται

쌍수 ὑπεκπρολύησθον

ὑπεκπρολύησθον

복수 ὑπεκπρολυώμεθα

ὑπεκπρολύησθε

ὑπεκπρολύωνται

기원법단수 ὑπεκπρολυοίμην

ὑπεκπρολύοιο

ὑπεκπρολύοιτο

쌍수 ὑπεκπρολύοισθον

ὑπεκπρολυοίσθην

복수 ὑπεκπρολυοίμεθα

ὑπεκπρολύοισθε

ὑπεκπρολύοιντο

명령법단수 ὑπεκπρολύου

ὑπεκπρολυέσθω

쌍수 ὑπεκπρολύεσθον

ὑπεκπρολυέσθων

복수 ὑπεκπρολύεσθε

ὑπεκπρολυέσθων, ὑπεκπρολυέσθωσαν

부정사 ὑπεκπρολύεσθαι

분사 남성여성중성
ὑπεκπρολυομενος

ὑπεκπρολυομενου

ὑπεκπρολυομενη

ὑπεκπρολυομενης

ὑπεκπρολυομενον

ὑπεκπρολυομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπεκπρολύσω

ὑπεκπρολύσεις

ὑπεκπρολύσει

쌍수 ὑπεκπρολύσετον

ὑπεκπρολύσετον

복수 ὑπεκπρολύσομεν

ὑπεκπρολύσετε

ὑπεκπρολύσουσιν*

기원법단수 ὑπεκπρολύσοιμι

ὑπεκπρολύσοις

ὑπεκπρολύσοι

쌍수 ὑπεκπρολύσοιτον

ὑπεκπρολυσοίτην

복수 ὑπεκπρολύσοιμεν

ὑπεκπρολύσοιτε

ὑπεκπρολύσοιεν

부정사 ὑπεκπρολύσειν

분사 남성여성중성
ὑπεκπρολυσων

ὑπεκπρολυσοντος

ὑπεκπρολυσουσα

ὑπεκπρολυσουσης

ὑπεκπρολυσον

ὑπεκπρολυσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπεκπρολύσομαι

ὑπεκπρολύσει, ὑπεκπρολύσῃ

ὑπεκπρολύσεται

쌍수 ὑπεκπρολύσεσθον

ὑπεκπρολύσεσθον

복수 ὑπεκπρολυσόμεθα

ὑπεκπρολύσεσθε

ὑπεκπρολύσονται

기원법단수 ὑπεκπρολυσοίμην

ὑπεκπρολύσοιο

ὑπεκπρολύσοιτο

쌍수 ὑπεκπρολύσοισθον

ὑπεκπρολυσοίσθην

복수 ὑπεκπρολυσοίμεθα

ὑπεκπρολύσοισθε

ὑπεκπρολύσοιντο

부정사 ὑπεκπρολύσεσθαι

분사 남성여성중성
ὑπεκπρολυσομενος

ὑπεκπρολυσομενου

ὑπεκπρολυσομενη

ὑπεκπρολυσομενης

ὑπεκπρολυσομενον

ὑπεκπρολυσομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to loose from under

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION