Ancient Greek-English Dictionary Language

ὑπαποκινέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ὑπαποκινέω ὑπαποκινήσω

Structure: ὑπ (Prefix) + ἀποκινέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to move off secretly, sneak away from

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑπαποκινῶ ὑπαποκινεῖς ὑπαποκινεῖ
Dual ὑπαποκινεῖτον ὑπαποκινεῖτον
Plural ὑπαποκινοῦμεν ὑπαποκινεῖτε ὑπαποκινοῦσιν*
SubjunctiveSingular ὑπαποκινῶ ὑπαποκινῇς ὑπαποκινῇ
Dual ὑπαποκινῆτον ὑπαποκινῆτον
Plural ὑπαποκινῶμεν ὑπαποκινῆτε ὑπαποκινῶσιν*
OptativeSingular ὑπαποκινοῖμι ὑπαποκινοῖς ὑπαποκινοῖ
Dual ὑπαποκινοῖτον ὑπαποκινοίτην
Plural ὑπαποκινοῖμεν ὑπαποκινοῖτε ὑπαποκινοῖεν
ImperativeSingular ὑπαποκίνει ὑπαποκινείτω
Dual ὑπαποκινεῖτον ὑπαποκινείτων
Plural ὑπαποκινεῖτε ὑπαποκινούντων, ὑπαποκινείτωσαν
Infinitive ὑπαποκινεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑπαποκινων ὑπαποκινουντος ὑπαποκινουσα ὑπαποκινουσης ὑπαποκινουν ὑπαποκινουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑπαποκινοῦμαι ὑπαποκινεῖ, ὑπαποκινῇ ὑπαποκινεῖται
Dual ὑπαποκινεῖσθον ὑπαποκινεῖσθον
Plural ὑπαποκινούμεθα ὑπαποκινεῖσθε ὑπαποκινοῦνται
SubjunctiveSingular ὑπαποκινῶμαι ὑπαποκινῇ ὑπαποκινῆται
Dual ὑπαποκινῆσθον ὑπαποκινῆσθον
Plural ὑπαποκινώμεθα ὑπαποκινῆσθε ὑπαποκινῶνται
OptativeSingular ὑπαποκινοίμην ὑπαποκινοῖο ὑπαποκινοῖτο
Dual ὑπαποκινοῖσθον ὑπαποκινοίσθην
Plural ὑπαποκινοίμεθα ὑπαποκινοῖσθε ὑπαποκινοῖντο
ImperativeSingular ὑπαποκινοῦ ὑπαποκινείσθω
Dual ὑπαποκινεῖσθον ὑπαποκινείσθων
Plural ὑπαποκινεῖσθε ὑπαποκινείσθων, ὑπαποκινείσθωσαν
Infinitive ὑπαποκινεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑπαποκινουμενος ὑπαποκινουμενου ὑπαποκινουμενη ὑπαποκινουμενης ὑπαποκινουμενον ὑπαποκινουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὦ ὦ ὡρ́α δή, <ὦ> φίλαι γυναῖκεσ, εἴπερ μέλλομεν τὸ χρῆμα δρᾶν, ἐπὶ τὸ δεῖπνον ὑπαποκινεῖν. (Aristophanes, Ecclesiazusae, Exodus, trochees1)

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION