헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τρίγονος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τρίγονος τρίγονον

형태분석: τριγον (어간) + ος (어미)

어원: gi/gnomai

  1. thrice-born, three

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 τρίγονος

(이)가

τρίγονον

(것)가

속격 τριγόνου

(이)의

τριγόνου

(것)의

여격 τριγόνῳ

(이)에게

τριγόνῳ

(것)에게

대격 τρίγονον

(이)를

τρίγονον

(것)를

호격 τρίγονε

(이)야

τρίγονον

(것)야

쌍수주/대/호 τριγόνω

(이)들이

τριγόνω

(것)들이

속/여 τριγόνοιν

(이)들의

τριγόνοιν

(것)들의

복수주격 τρίγονοι

(이)들이

τρίγονα

(것)들이

속격 τριγόνων

(이)들의

τριγόνων

(것)들의

여격 τριγόνοις

(이)들에게

τριγόνοις

(것)들에게

대격 τριγόνους

(이)들을

τρίγονα

(것)들을

호격 τρίγονοι

(이)들아

τρίγονα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὦ Πανὸσ θακήματα καὶ παραυλίζουσα πέτρα μυχώδεσι Μακραῖσ, ἵνα χοροὺσ στείβουσι ποδοῖν Ἀγλαύρου κόραι τρίγονοι στάδια χλοερὰ πρὸ Παλλάδοσ ναῶν, συρίγγων ὑπ’ αἰόλασ ἰαχᾶσ ὕμνων, ὅτ’ ἀναλίοισ συρίζεισ, ὦ Πάν, τοῖσ σοῖσιν ἐν ἄντροισ, ἵνα τεκοῦσά τισ Φοίβῳ παρθένοσ, ὦ μελέα, βρέφοσ, πτανοῖσ ἐξόρισεν θοίναν θηρσί τε φοινίαν δαῖτα, πικρῶν γάμων ὕβριν· (Euripides, Ion, choral, epode1)

    (에우리피데스, Ion, choral, epode1)

유의어

  1. thrice-born

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION