Ancient Greek-English Dictionary Language

τοποθετέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: τοποθετέω τοποθετήσω

Structure: τοποθετέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: ti/qhmi

Sense

  1. to mark the site of

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τοποθέτω τοποθέτεις τοποθέτει
Dual τοποθέτειτον τοποθέτειτον
Plural τοποθέτουμεν τοποθέτειτε τοποθέτουσιν*
SubjunctiveSingular τοποθέτω τοποθέτῃς τοποθέτῃ
Dual τοποθέτητον τοποθέτητον
Plural τοποθέτωμεν τοποθέτητε τοποθέτωσιν*
OptativeSingular τοποθέτοιμι τοποθέτοις τοποθέτοι
Dual τοποθέτοιτον τοποθετοίτην
Plural τοποθέτοιμεν τοποθέτοιτε τοποθέτοιεν
ImperativeSingular τοποθε͂τει τοποθετεῖτω
Dual τοποθέτειτον τοποθετεῖτων
Plural τοποθέτειτε τοποθετοῦντων, τοποθετεῖτωσαν
Infinitive τοποθέτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
τοποθετων τοποθετουντος τοποθετουσα τοποθετουσης τοποθετουν τοποθετουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τοποθέτουμαι τοποθέτει, τοποθέτῃ τοποθέτειται
Dual τοποθέτεισθον τοποθέτεισθον
Plural τοποθετοῦμεθα τοποθέτεισθε τοποθέτουνται
SubjunctiveSingular τοποθέτωμαι τοποθέτῃ τοποθέτηται
Dual τοποθέτησθον τοποθέτησθον
Plural τοποθετώμεθα τοποθέτησθε τοποθέτωνται
OptativeSingular τοποθετοίμην τοποθέτοιο τοποθέτοιτο
Dual τοποθέτοισθον τοποθετοίσθην
Plural τοποθετοίμεθα τοποθέτοισθε τοποθέτοιντο
ImperativeSingular τοποθέτου τοποθετεῖσθω
Dual τοποθέτεισθον τοποθετεῖσθων
Plural τοποθέτεισθε τοποθετεῖσθων, τοποθετεῖσθωσαν
Infinitive τοποθέτεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
τοποθετουμενος τοποθετουμενου τοποθετουμενη τοποθετουμενης τοποθετουμενον τοποθετουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τοποθετήσω τοποθετήσεις τοποθετήσει
Dual τοποθετήσετον τοποθετήσετον
Plural τοποθετήσομεν τοποθετήσετε τοποθετήσουσιν*
OptativeSingular τοποθετήσοιμι τοποθετήσοις τοποθετήσοι
Dual τοποθετήσοιτον τοποθετησοίτην
Plural τοποθετήσοιμεν τοποθετήσοιτε τοποθετήσοιεν
Infinitive τοποθετήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
τοποθετησων τοποθετησοντος τοποθετησουσα τοποθετησουσης τοποθετησον τοποθετησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τοποθετήσομαι τοποθετήσει, τοποθετήσῃ τοποθετήσεται
Dual τοποθετήσεσθον τοποθετήσεσθον
Plural τοποθετησόμεθα τοποθετήσεσθε τοποθετήσονται
OptativeSingular τοποθετησοίμην τοποθετήσοιο τοποθετήσοιτο
Dual τοποθετήσοισθον τοποθετησοίσθην
Plural τοποθετησοίμεθα τοποθετήσοισθε τοποθετήσοιντο
Infinitive τοποθετήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
τοποθετησομενος τοποθετησομενου τοποθετησομενη τοποθετησομενης τοποθετησομενον τοποθετησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to mark the site of

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION