Ancient Greek-English Dictionary Language

τοπογραφίᾱ

First declension Noun; Feminine Transliteration:

Principal Part: τοπογραφίᾱ τοπογραφίας

Structure: τοπογραφι (Stem) + ᾱ (Ending)

Sense

  1. description of a place or country

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἐπεὶ δ’ ἐπιόντεσ ἀπὸ τῶν ἑσπερίων τῆσ Εὐρώπησ μερῶν, ὅσα τῇ θαλάττῃ περιέχεται τῇ ἐντὸσ καὶ τῇ ἐκτόσ, τά τε βάρβαρα ἔθνη περιωδεύσαμεν πάντα ἐν αὐτῇ μέχρι τοῦ Τανάιδοσ καὶ τῆσ Ἑλλάδοσ οὐ πολὺ μέροσ, ἀποδώσομεν νυνὶ τὰ λοιπὰ τῆσ Ἑλλαδικῆσ γεωγραφίασ, ἅπερ Ὅμηροσ μὲν πρῶτοσ, ἔπειτα καὶ ἄλλοι πλείουσ ἐπραγματεύσαντο, οἱ μὲν ἰδίᾳ λιμένασ ἢ περίπλουσ ἢ περιόδουσ γῆσ ἤ τι τοιοῦτον ἄλλο ἐπιγράψαντεσ, ἐν οἷσ καὶ τὰ Ἑλλαδικὰ περιέχεται, οἱ δ’ ἐν τῇ κοινῇ τῆσ ἱστορίασ γραφῇ χωρὶσ ἀποδείξαντεσ τὴν τῶν ἠπείρων τοπογραφίαν, καθάπερ Ἔφορόσ τε ἐποίησε καὶ Πολύβιοσ· (Strabo, Geography, Book 8, chapter 1 2:1)

Synonyms

  1. description of a place or country

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION