Ancient Greek-English Dictionary Language

τοπογραφέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: τοπογραφέω τοπογραφήσω

Structure: τοπογραφέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from topogra/fos

Sense

  1. to determine the site

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τοπογράφω τοπογράφεις τοπογράφει
Dual τοπογράφειτον τοπογράφειτον
Plural τοπογράφουμεν τοπογράφειτε τοπογράφουσιν*
SubjunctiveSingular τοπογράφω τοπογράφῃς τοπογράφῃ
Dual τοπογράφητον τοπογράφητον
Plural τοπογράφωμεν τοπογράφητε τοπογράφωσιν*
OptativeSingular τοπογράφοιμι τοπογράφοις τοπογράφοι
Dual τοπογράφοιτον τοπογραφοίτην
Plural τοπογράφοιμεν τοπογράφοιτε τοπογράφοιεν
ImperativeSingular τοπογρᾶφει τοπογραφεῖτω
Dual τοπογράφειτον τοπογραφεῖτων
Plural τοπογράφειτε τοπογραφοῦντων, τοπογραφεῖτωσαν
Infinitive τοπογράφειν
Participle MasculineFeminineNeuter
τοπογραφων τοπογραφουντος τοπογραφουσα τοπογραφουσης τοπογραφουν τοπογραφουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τοπογράφουμαι τοπογράφει, τοπογράφῃ τοπογράφειται
Dual τοπογράφεισθον τοπογράφεισθον
Plural τοπογραφοῦμεθα τοπογράφεισθε τοπογράφουνται
SubjunctiveSingular τοπογράφωμαι τοπογράφῃ τοπογράφηται
Dual τοπογράφησθον τοπογράφησθον
Plural τοπογραφώμεθα τοπογράφησθε τοπογράφωνται
OptativeSingular τοπογραφοίμην τοπογράφοιο τοπογράφοιτο
Dual τοπογράφοισθον τοπογραφοίσθην
Plural τοπογραφοίμεθα τοπογράφοισθε τοπογράφοιντο
ImperativeSingular τοπογράφου τοπογραφεῖσθω
Dual τοπογράφεισθον τοπογραφεῖσθων
Plural τοπογράφεισθε τοπογραφεῖσθων, τοπογραφεῖσθωσαν
Infinitive τοπογράφεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
τοπογραφουμενος τοπογραφουμενου τοπογραφουμενη τοπογραφουμενης τοπογραφουμενον τοπογραφουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τοπογραφήσω τοπογραφήσεις τοπογραφήσει
Dual τοπογραφήσετον τοπογραφήσετον
Plural τοπογραφήσομεν τοπογραφήσετε τοπογραφήσουσιν*
OptativeSingular τοπογραφήσοιμι τοπογραφήσοις τοπογραφήσοι
Dual τοπογραφήσοιτον τοπογραφησοίτην
Plural τοπογραφήσοιμεν τοπογραφήσοιτε τοπογραφήσοιεν
Infinitive τοπογραφήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
τοπογραφησων τοπογραφησοντος τοπογραφησουσα τοπογραφησουσης τοπογραφησον τοπογραφησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τοπογραφήσομαι τοπογραφήσει, τοπογραφήσῃ τοπογραφήσεται
Dual τοπογραφήσεσθον τοπογραφήσεσθον
Plural τοπογραφησόμεθα τοπογραφήσεσθε τοπογραφήσονται
OptativeSingular τοπογραφησοίμην τοπογραφήσοιο τοπογραφήσοιτο
Dual τοπογραφήσοισθον τοπογραφησοίσθην
Plural τοπογραφησοίμεθα τοπογραφήσοισθε τοπογραφήσοιντο
Infinitive τοπογραφήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
τοπογραφησομενος τοπογραφησομενου τοπογραφησομενη τοπογραφησομενης τοπογραφησομενον τοπογραφησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to determine the site

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION