Ancient Greek-English Dictionary Language

τοκογλυφέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: τοκογλυφέω τοκογλυφήσω

Structure: τοκογλυφέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to practise sordid usury

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τοκογλύφω τοκογλύφεις τοκογλύφει
Dual τοκογλύφειτον τοκογλύφειτον
Plural τοκογλύφουμεν τοκογλύφειτε τοκογλύφουσιν*
SubjunctiveSingular τοκογλύφω τοκογλύφῃς τοκογλύφῃ
Dual τοκογλύφητον τοκογλύφητον
Plural τοκογλύφωμεν τοκογλύφητε τοκογλύφωσιν*
OptativeSingular τοκογλύφοιμι τοκογλύφοις τοκογλύφοι
Dual τοκογλύφοιτον τοκογλυφοίτην
Plural τοκογλύφοιμεν τοκογλύφοιτε τοκογλύφοιεν
ImperativeSingular τοκογλῦφει τοκογλυφεῖτω
Dual τοκογλύφειτον τοκογλυφεῖτων
Plural τοκογλύφειτε τοκογλυφοῦντων, τοκογλυφεῖτωσαν
Infinitive τοκογλύφειν
Participle MasculineFeminineNeuter
τοκογλυφων τοκογλυφουντος τοκογλυφουσα τοκογλυφουσης τοκογλυφουν τοκογλυφουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τοκογλύφουμαι τοκογλύφει, τοκογλύφῃ τοκογλύφειται
Dual τοκογλύφεισθον τοκογλύφεισθον
Plural τοκογλυφοῦμεθα τοκογλύφεισθε τοκογλύφουνται
SubjunctiveSingular τοκογλύφωμαι τοκογλύφῃ τοκογλύφηται
Dual τοκογλύφησθον τοκογλύφησθον
Plural τοκογλυφώμεθα τοκογλύφησθε τοκογλύφωνται
OptativeSingular τοκογλυφοίμην τοκογλύφοιο τοκογλύφοιτο
Dual τοκογλύφοισθον τοκογλυφοίσθην
Plural τοκογλυφοίμεθα τοκογλύφοισθε τοκογλύφοιντο
ImperativeSingular τοκογλύφου τοκογλυφεῖσθω
Dual τοκογλύφεισθον τοκογλυφεῖσθων
Plural τοκογλύφεισθε τοκογλυφεῖσθων, τοκογλυφεῖσθωσαν
Infinitive τοκογλύφεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
τοκογλυφουμενος τοκογλυφουμενου τοκογλυφουμενη τοκογλυφουμενης τοκογλυφουμενον τοκογλυφουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τοκογλυφήσω τοκογλυφήσεις τοκογλυφήσει
Dual τοκογλυφήσετον τοκογλυφήσετον
Plural τοκογλυφήσομεν τοκογλυφήσετε τοκογλυφήσουσιν*
OptativeSingular τοκογλυφήσοιμι τοκογλυφήσοις τοκογλυφήσοι
Dual τοκογλυφήσοιτον τοκογλυφησοίτην
Plural τοκογλυφήσοιμεν τοκογλυφήσοιτε τοκογλυφήσοιεν
Infinitive τοκογλυφήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
τοκογλυφησων τοκογλυφησοντος τοκογλυφησουσα τοκογλυφησουσης τοκογλυφησον τοκογλυφησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τοκογλυφήσομαι τοκογλυφήσει, τοκογλυφήσῃ τοκογλυφήσεται
Dual τοκογλυφήσεσθον τοκογλυφήσεσθον
Plural τοκογλυφησόμεθα τοκογλυφήσεσθε τοκογλυφήσονται
OptativeSingular τοκογλυφησοίμην τοκογλυφήσοιο τοκογλυφήσοιτο
Dual τοκογλυφήσοισθον τοκογλυφησοίσθην
Plural τοκογλυφησοίμεθα τοκογλυφήσοισθε τοκογλυφήσοιντο
Infinitive τοκογλυφήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
τοκογλυφησομενος τοκογλυφησομενου τοκογλυφησομενη τοκογλυφησομενης τοκογλυφησομενον τοκογλυφησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καινὸν οὐδέν, ἀλλ’ οἱᾶ καὶ πρὸ τοῦ ἁρπάζουσιν, ἐπιορκοῦσιν, τοκογλυφοῦσιν, ὀβολοστατοῦσιν. (Lucian, Necyomantia, (no name) 2:2)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION