Ancient Greek-English Dictionary Language

τοκοφορέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: τοκοφορέω τοκοφορήσω

Structure: τοκοφορέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to bring in interest

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τοκοφόρω τοκοφόρεις τοκοφόρει
Dual τοκοφόρειτον τοκοφόρειτον
Plural τοκοφόρουμεν τοκοφόρειτε τοκοφόρουσιν*
SubjunctiveSingular τοκοφόρω τοκοφόρῃς τοκοφόρῃ
Dual τοκοφόρητον τοκοφόρητον
Plural τοκοφόρωμεν τοκοφόρητε τοκοφόρωσιν*
OptativeSingular τοκοφόροιμι τοκοφόροις τοκοφόροι
Dual τοκοφόροιτον τοκοφοροίτην
Plural τοκοφόροιμεν τοκοφόροιτε τοκοφόροιεν
ImperativeSingular τοκοφο͂ρει τοκοφορεῖτω
Dual τοκοφόρειτον τοκοφορεῖτων
Plural τοκοφόρειτε τοκοφοροῦντων, τοκοφορεῖτωσαν
Infinitive τοκοφόρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
τοκοφορων τοκοφορουντος τοκοφορουσα τοκοφορουσης τοκοφορουν τοκοφορουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τοκοφόρουμαι τοκοφόρει, τοκοφόρῃ τοκοφόρειται
Dual τοκοφόρεισθον τοκοφόρεισθον
Plural τοκοφοροῦμεθα τοκοφόρεισθε τοκοφόρουνται
SubjunctiveSingular τοκοφόρωμαι τοκοφόρῃ τοκοφόρηται
Dual τοκοφόρησθον τοκοφόρησθον
Plural τοκοφορώμεθα τοκοφόρησθε τοκοφόρωνται
OptativeSingular τοκοφοροίμην τοκοφόροιο τοκοφόροιτο
Dual τοκοφόροισθον τοκοφοροίσθην
Plural τοκοφοροίμεθα τοκοφόροισθε τοκοφόροιντο
ImperativeSingular τοκοφόρου τοκοφορεῖσθω
Dual τοκοφόρεισθον τοκοφορεῖσθων
Plural τοκοφόρεισθε τοκοφορεῖσθων, τοκοφορεῖσθωσαν
Infinitive τοκοφόρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
τοκοφορουμενος τοκοφορουμενου τοκοφορουμενη τοκοφορουμενης τοκοφορουμενον τοκοφορουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τοκοφορήσω τοκοφορήσεις τοκοφορήσει
Dual τοκοφορήσετον τοκοφορήσετον
Plural τοκοφορήσομεν τοκοφορήσετε τοκοφορήσουσιν*
OptativeSingular τοκοφορήσοιμι τοκοφορήσοις τοκοφορήσοι
Dual τοκοφορήσοιτον τοκοφορησοίτην
Plural τοκοφορήσοιμεν τοκοφορήσοιτε τοκοφορήσοιεν
Infinitive τοκοφορήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
τοκοφορησων τοκοφορησοντος τοκοφορησουσα τοκοφορησουσης τοκοφορησον τοκοφορησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τοκοφορήσομαι τοκοφορήσει, τοκοφορήσῃ τοκοφορήσεται
Dual τοκοφορήσεσθον τοκοφορήσεσθον
Plural τοκοφορησόμεθα τοκοφορήσεσθε τοκοφορήσονται
OptativeSingular τοκοφορησοίμην τοκοφορήσοιο τοκοφορήσοιτο
Dual τοκοφορήσοισθον τοκοφορησοίσθην
Plural τοκοφορησοίμεθα τοκοφορήσοισθε τοκοφορήσοιντο
Infinitive τοκοφορήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
τοκοφορησομενος τοκοφορησομενου τοκοφορησομενη τοκοφορησομενης τοκοφορησομενον τοκοφορησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION