Ancient Greek-English Dictionary Language

τεφρώδης

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: τεφρώδης τεφρώδες

Structure: τεφρωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

Examples

  • αὕτη δ’ ἐπίπεδοσ μὲν πολὺ μέροσ ἐστίν, ἄκαρποσ δ’ ὅλη, ἐκ δὲ τῆσ ὄψεωσ τεφρώδησ, καὶ κοιλάδασ φαίνει σηραγγώδεισ πετρῶν αἰθαλωδῶν κατὰ τὴν χρόαν, ὡσ ἂν ἐκβεβρωμένων ὑπὸ πυρόσ, ὡσ τεκμαίροιτ’ ἄν τισ τὸ χωρίον τοῦτο καίεσθαι πρότερον καὶ ἔχειν κρατῆρασ πυρόσ, σβεσθῆναι δ’ ἐπιλιπούσησ τῆσ ὕλησ. (Strabo, Geography, book 5, chapter 4 16:6)
  • ἔστι δὲ ἡ ἐπιφάνεια τεφρώδησ τῶν πεδίων, ἡ δ’ ὀρεινὴ καὶ πετρώδησ μέλαινα ὡσ ἂν ἐξ ἐπικαύσεωσ. (Strabo, Geography, Book 13, chapter 4 18:2)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION