Ancient Greek-English Dictionary Language

ταὐτοποιέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ταὐτοποιέω ταὐτοποιήσω

Structure: ταὐτοποιέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to do the same with

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ταὐτοποίω ταὐτοποίεις ταὐτοποίει
Dual ταὐτοποίειτον ταὐτοποίειτον
Plural ταὐτοποίουμεν ταὐτοποίειτε ταὐτοποίουσιν*
SubjunctiveSingular ταὐτοποίω ταὐτοποίῃς ταὐτοποίῃ
Dual ταὐτοποίητον ταὐτοποίητον
Plural ταὐτοποίωμεν ταὐτοποίητε ταὐτοποίωσιν*
OptativeSingular ταὐτοποίοιμι ταὐτοποίοις ταὐτοποίοι
Dual ταὐτοποίοιτον ταὐτοποιοίτην
Plural ταὐτοποίοιμεν ταὐτοποίοιτε ταὐτοποίοιεν
ImperativeSingular ταὐτοποῖει ταὐτοποιεῖτω
Dual ταὐτοποίειτον ταὐτοποιεῖτων
Plural ταὐτοποίειτε ταὐτοποιοῦντων, ταὐτοποιεῖτωσαν
Infinitive ταὐτοποίειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ταὐτοποιων ταὐτοποιουντος ταὐτοποιουσα ταὐτοποιουσης ταὐτοποιουν ταὐτοποιουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ταὐτοποίουμαι ταὐτοποίει, ταὐτοποίῃ ταὐτοποίειται
Dual ταὐτοποίεισθον ταὐτοποίεισθον
Plural ταὐτοποιοῦμεθα ταὐτοποίεισθε ταὐτοποίουνται
SubjunctiveSingular ταὐτοποίωμαι ταὐτοποίῃ ταὐτοποίηται
Dual ταὐτοποίησθον ταὐτοποίησθον
Plural ταὐτοποιώμεθα ταὐτοποίησθε ταὐτοποίωνται
OptativeSingular ταὐτοποιοίμην ταὐτοποίοιο ταὐτοποίοιτο
Dual ταὐτοποίοισθον ταὐτοποιοίσθην
Plural ταὐτοποιοίμεθα ταὐτοποίοισθε ταὐτοποίοιντο
ImperativeSingular ταὐτοποίου ταὐτοποιεῖσθω
Dual ταὐτοποίεισθον ταὐτοποιεῖσθων
Plural ταὐτοποίεισθε ταὐτοποιεῖσθων, ταὐτοποιεῖσθωσαν
Infinitive ταὐτοποίεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ταὐτοποιουμενος ταὐτοποιουμενου ταὐτοποιουμενη ταὐτοποιουμενης ταὐτοποιουμενον ταὐτοποιουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ταὐτοποιήσω ταὐτοποιήσεις ταὐτοποιήσει
Dual ταὐτοποιήσετον ταὐτοποιήσετον
Plural ταὐτοποιήσομεν ταὐτοποιήσετε ταὐτοποιήσουσιν*
OptativeSingular ταὐτοποιήσοιμι ταὐτοποιήσοις ταὐτοποιήσοι
Dual ταὐτοποιήσοιτον ταὐτοποιησοίτην
Plural ταὐτοποιήσοιμεν ταὐτοποιήσοιτε ταὐτοποιήσοιεν
Infinitive ταὐτοποιήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ταὐτοποιησων ταὐτοποιησοντος ταὐτοποιησουσα ταὐτοποιησουσης ταὐτοποιησον ταὐτοποιησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ταὐτοποιήσομαι ταὐτοποιήσει, ταὐτοποιήσῃ ταὐτοποιήσεται
Dual ταὐτοποιήσεσθον ταὐτοποιήσεσθον
Plural ταὐτοποιησόμεθα ταὐτοποιήσεσθε ταὐτοποιήσονται
OptativeSingular ταὐτοποιησοίμην ταὐτοποιήσοιο ταὐτοποιήσοιτο
Dual ταὐτοποιήσοισθον ταὐτοποιησοίσθην
Plural ταὐτοποιησοίμεθα ταὐτοποιήσοισθε ταὐτοποιήσοιντο
Infinitive ταὐτοποιήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ταὐτοποιησομενος ταὐτοποιησομενου ταὐτοποιησομενη ταὐτοποιησομενης ταὐτοποιησομενον ταὐτοποιησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to do the same with

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION