헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σχηματοποιέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σχηματοποιέω σχηματοποιήσω

형태분석: σχηματοποιέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to bring into a certain form, to take a certain shape or posture

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σχηματοποίω

σχηματοποίεις

σχηματοποίει

쌍수 σχηματοποίειτον

σχηματοποίειτον

복수 σχηματοποίουμεν

σχηματοποίειτε

σχηματοποίουσιν*

접속법단수 σχηματοποίω

σχηματοποίῃς

σχηματοποίῃ

쌍수 σχηματοποίητον

σχηματοποίητον

복수 σχηματοποίωμεν

σχηματοποίητε

σχηματοποίωσιν*

기원법단수 σχηματοποίοιμι

σχηματοποίοις

σχηματοποίοι

쌍수 σχηματοποίοιτον

σχηματοποιοίτην

복수 σχηματοποίοιμεν

σχηματοποίοιτε

σχηματοποίοιεν

명령법단수 σχηματοποῖει

σχηματοποιεῖτω

쌍수 σχηματοποίειτον

σχηματοποιεῖτων

복수 σχηματοποίειτε

σχηματοποιοῦντων, σχηματοποιεῖτωσαν

부정사 σχηματοποίειν

분사 남성여성중성
σχηματοποιων

σχηματοποιουντος

σχηματοποιουσα

σχηματοποιουσης

σχηματοποιουν

σχηματοποιουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σχηματοποίουμαι

σχηματοποίει, σχηματοποίῃ

σχηματοποίειται

쌍수 σχηματοποίεισθον

σχηματοποίεισθον

복수 σχηματοποιοῦμεθα

σχηματοποίεισθε

σχηματοποίουνται

접속법단수 σχηματοποίωμαι

σχηματοποίῃ

σχηματοποίηται

쌍수 σχηματοποίησθον

σχηματοποίησθον

복수 σχηματοποιώμεθα

σχηματοποίησθε

σχηματοποίωνται

기원법단수 σχηματοποιοίμην

σχηματοποίοιο

σχηματοποίοιτο

쌍수 σχηματοποίοισθον

σχηματοποιοίσθην

복수 σχηματοποιοίμεθα

σχηματοποίοισθε

σχηματοποίοιντο

명령법단수 σχηματοποίου

σχηματοποιεῖσθω

쌍수 σχηματοποίεισθον

σχηματοποιεῖσθων

복수 σχηματοποίεισθε

σχηματοποιεῖσθων, σχηματοποιεῖσθωσαν

부정사 σχηματοποίεισθαι

분사 남성여성중성
σχηματοποιουμενος

σχηματοποιουμενου

σχηματοποιουμενη

σχηματοποιουμενης

σχηματοποιουμενον

σχηματοποιουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σχηματοποιήσω

σχηματοποιήσεις

σχηματοποιήσει

쌍수 σχηματοποιήσετον

σχηματοποιήσετον

복수 σχηματοποιήσομεν

σχηματοποιήσετε

σχηματοποιήσουσιν*

기원법단수 σχηματοποιήσοιμι

σχηματοποιήσοις

σχηματοποιήσοι

쌍수 σχηματοποιήσοιτον

σχηματοποιησοίτην

복수 σχηματοποιήσοιμεν

σχηματοποιήσοιτε

σχηματοποιήσοιεν

부정사 σχηματοποιήσειν

분사 남성여성중성
σχηματοποιησων

σχηματοποιησοντος

σχηματοποιησουσα

σχηματοποιησουσης

σχηματοποιησον

σχηματοποιησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σχηματοποιήσομαι

σχηματοποιήσει, σχηματοποιήσῃ

σχηματοποιήσεται

쌍수 σχηματοποιήσεσθον

σχηματοποιήσεσθον

복수 σχηματοποιησόμεθα

σχηματοποιήσεσθε

σχηματοποιήσονται

기원법단수 σχηματοποιησοίμην

σχηματοποιήσοιο

σχηματοποιήσοιτο

쌍수 σχηματοποιήσοισθον

σχηματοποιησοίσθην

복수 σχηματοποιησοίμεθα

σχηματοποιήσοισθε

σχηματοποιήσοιντο

부정사 σχηματοποιήσεσθαι

분사 남성여성중성
σχηματοποιησομενος

σχηματοποιησομενου

σχηματοποιησομενη

σχηματοποιησομενης

σχηματοποιησομενον

σχηματοποιησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION