- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συσκοτάζω?

비축약 동사; 로마알파벳 전사: syskotazō 고전 발음: [꼬따도:] 신약 발음: [꼬따조]

기본형: συσκοτάζω συσκοτάσω

형태분석: συ (접두사) + σκοτάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to grow quite dark, it grows dark

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συσκοτάζω

συσκοτάζεις

συσκοτάζει

쌍수 συσκοτάζετον

συσκοτάζετον

복수 συσκοτάζομεν

συσκοτάζετε

συσκοτάζουσι(ν)

접속법단수 συσκοτάζω

συσκοτάζῃς

συσκοτάζῃ

쌍수 συσκοτάζητον

συσκοτάζητον

복수 συσκοτάζωμεν

συσκοτάζητε

συσκοτάζωσι(ν)

기원법단수 συσκοτάζοιμι

συσκοτάζοις

συσκοτάζοι

쌍수 συσκοτάζοιτον

συσκοταζοίτην

복수 συσκοτάζοιμεν

συσκοτάζοιτε

συσκοτάζοιεν

명령법단수 συσκόταζε

συσκοταζέτω

쌍수 συσκοτάζετον

συσκοταζέτων

복수 συσκοτάζετε

συσκοταζόντων, συσκοταζέτωσαν

부정사 συσκοτάζειν

분사 남성여성중성
συσκοταζων

συσκοταζοντος

συσκοταζουσα

συσκοταζουσης

συσκοταζον

συσκοταζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συσκοτάζομαι

συσκοτάζει, συσκοτάζῃ

συσκοτάζεται

쌍수 συσκοτάζεσθον

συσκοτάζεσθον

복수 συσκοταζόμεθα

συσκοτάζεσθε

συσκοτάζονται

접속법단수 συσκοτάζωμαι

συσκοτάζῃ

συσκοτάζηται

쌍수 συσκοτάζησθον

συσκοτάζησθον

복수 συσκοταζώμεθα

συσκοτάζησθε

συσκοτάζωνται

기원법단수 συσκοταζοίμην

συσκοτάζοιο

συσκοτάζοιτο

쌍수 συσκοτάζοισθον

συσκοταζοίσθην

복수 συσκοταζοίμεθα

συσκοτάζοισθε

συσκοτάζοιντο

명령법단수 συσκοτάζου

συσκοταζέσθω

쌍수 συσκοτάζεσθον

συσκοταζέσθων

복수 συσκοτάζεσθε

συσκοταζέσθων, συσκοταζέσθωσαν

부정사 συσκοτάζεσθαι

분사 남성여성중성
συσκοταζομενος

συσκοταζομενου

συσκοταζομενη

συσκοταζομενης

συσκοταζομενον

συσκοταζομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to grow quite dark

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION