헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συσκεδάννυμι

-νυμι 무어간모음 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συσκεδάννυμι συσκεδῶ

형태분석: συ (접두사) + σκεδάννυ (어간) + μι (인칭어미)

  1. 혼란시키다, 동요시키다
  1. to help in scattering, to toss about

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συσκεδάννυμι

(나는) 혼란시킨다

συσκέδαννυς

(너는) 혼란시킨다

συσκεδάννυσιν*

(그는) 혼란시킨다

쌍수 συσκεδάννυτον

(너희 둘은) 혼란시킨다

συσκεδάννυτον

(그 둘은) 혼란시킨다

복수 συσκεδάννυμεν

(우리는) 혼란시킨다

συσκεδάννυτε

(너희는) 혼란시킨다

συσκεδαννύᾱσιν*

(그들은) 혼란시킨다

접속법단수 συσκεδαννύω

(나는) 혼란시키자

συσκεδαννύῃς

(너는) 혼란시키자

συσκεδαννύῃ

(그는) 혼란시키자

쌍수 συσκεδαννύητον

(너희 둘은) 혼란시키자

συσκεδαννύητον

(그 둘은) 혼란시키자

복수 συσκεδαννύωμεν

(우리는) 혼란시키자

συσκεδαννύητε

(너희는) 혼란시키자

συσκεδαννύωσιν*

(그들은) 혼란시키자

기원법단수 συσκεδαννύοιμι

(나는) 혼란시키기를 (바라다)

συσκεδαννύοις

(너는) 혼란시키기를 (바라다)

συσκεδαννύοι

(그는) 혼란시키기를 (바라다)

쌍수 συσκεδαννύοιτον

(너희 둘은) 혼란시키기를 (바라다)

συσκεδαννυοίτην

(그 둘은) 혼란시키기를 (바라다)

복수 συσκεδαννύοιμεν

(우리는) 혼란시키기를 (바라다)

συσκεδαννύοιτε

(너희는) 혼란시키기를 (바라다)

συσκεδαννύοιεν

(그들은) 혼란시키기를 (바라다)

명령법단수 συσκέδαννυ

(너는) 혼란시켜라

συσκεδαννύτω

(그는) 혼란시켜라

쌍수 συσκεδάννυτον

(너희 둘은) 혼란시켜라

συσκεδαννύτων

(그 둘은) 혼란시켜라

복수 συσκεδάννυτε

(너희는) 혼란시켜라

συσκεδαννύντων

(그들은) 혼란시켜라

부정사 συσκεδαννύναι

혼란시키는 것

분사 남성여성중성
συσκεδαννῡς

συσκεδαννυντος

συσκεδαννῡσα

συσκεδαννῡσης

συσκεδαννυν

συσκεδαννυντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συσκεδάννυμαι

(나는) 혼란한다

συσκεδάννυσαι

(너는) 혼란한다

συσκεδάννυται

(그는) 혼란한다

쌍수 συσκεδάννυσθον

(너희 둘은) 혼란한다

συσκεδάννυσθον

(그 둘은) 혼란한다

복수 συσκεδαννύμεθα

(우리는) 혼란한다

συσκεδάννυσθε

(너희는) 혼란한다

συσκεδάννυνται

(그들은) 혼란한다

접속법단수 συσκεδαννύωμαι

(나는) 혼란하자

συσκεδαννύῃ

(너는) 혼란하자

συσκεδαννύηται

(그는) 혼란하자

쌍수 συσκεδαννύησθον

(너희 둘은) 혼란하자

συσκεδαννύησθον

(그 둘은) 혼란하자

복수 συσκεδαννυώμεθα

(우리는) 혼란하자

συσκεδαννύησθε

(너희는) 혼란하자

συσκεδαννύωνται

(그들은) 혼란하자

기원법단수 συσκεδαννυοίμην

(나는) 혼란하기를 (바라다)

συσκεδαννύοιο

(너는) 혼란하기를 (바라다)

συσκεδαννύοιτο

(그는) 혼란하기를 (바라다)

쌍수 συσκεδαννύοισθον

(너희 둘은) 혼란하기를 (바라다)

συσκεδαννυοίσθην

(그 둘은) 혼란하기를 (바라다)

복수 συσκεδαννυοίμεθα

(우리는) 혼란하기를 (바라다)

συσκεδαννύοισθε

(너희는) 혼란하기를 (바라다)

συσκεδαννύοιντο

(그들은) 혼란하기를 (바라다)

명령법단수 συσκεδάννυσο

(너는) 혼란해라

συσκεδαννύσθω

(그는) 혼란해라

쌍수 συσκεδάννυσθον

(너희 둘은) 혼란해라

συσκεδαννύσθων

(그 둘은) 혼란해라

복수 συσκεδάννυσθε

(너희는) 혼란해라

συσκεδαννύσθων

(그들은) 혼란해라

부정사 συσκεδάννυσθαι

혼란하는 것

분사 남성여성중성
συσκεδαννυμενος

συσκεδαννυμενου

συσκεδαννυμενη

συσκεδαννυμενης

συσκεδαννυμενον

συσκεδαννυμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συσκέδω

(나는) 혼란시키겠다

συσκέδεις

(너는) 혼란시키겠다

συσκέδει

(그는) 혼란시키겠다

쌍수 συσκέδετον

(너희 둘은) 혼란시키겠다

συσκέδετον

(그 둘은) 혼란시키겠다

복수 συσκέδομεν

(우리는) 혼란시키겠다

συσκέδετε

(너희는) 혼란시키겠다

συσκέδουσιν*

(그들은) 혼란시키겠다

기원법단수 συσκέδοιμι

(나는) 혼란시키겠기를 (바라다)

συσκέδοις

(너는) 혼란시키겠기를 (바라다)

συσκέδοι

(그는) 혼란시키겠기를 (바라다)

쌍수 συσκέδοιτον

(너희 둘은) 혼란시키겠기를 (바라다)

συσκεδοίτην

(그 둘은) 혼란시키겠기를 (바라다)

복수 συσκέδοιμεν

(우리는) 혼란시키겠기를 (바라다)

συσκέδοιτε

(너희는) 혼란시키겠기를 (바라다)

συσκέδοιεν

(그들은) 혼란시키겠기를 (바라다)

부정사 συσκέδειν

혼란시킬 것

분사 남성여성중성
συσκεδων

συσκεδοντος

συσκεδουσα

συσκεδουσης

συσκεδον

συσκεδοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συσκέδομαι

(나는) 혼란하겠다

συσκέδει, συσκέδῃ

(너는) 혼란하겠다

συσκέδεται

(그는) 혼란하겠다

쌍수 συσκέδεσθον

(너희 둘은) 혼란하겠다

συσκέδεσθον

(그 둘은) 혼란하겠다

복수 συσκεδόμεθα

(우리는) 혼란하겠다

συσκέδεσθε

(너희는) 혼란하겠다

συσκέδονται

(그들은) 혼란하겠다

기원법단수 συσκεδοίμην

(나는) 혼란하겠기를 (바라다)

συσκέδοιο

(너는) 혼란하겠기를 (바라다)

συσκέδοιτο

(그는) 혼란하겠기를 (바라다)

쌍수 συσκέδοισθον

(너희 둘은) 혼란하겠기를 (바라다)

συσκεδοίσθην

(그 둘은) 혼란하겠기를 (바라다)

복수 συσκεδοίμεθα

(우리는) 혼란하겠기를 (바라다)

συσκέδοισθε

(너희는) 혼란하겠기를 (바라다)

συσκέδοιντο

(그들은) 혼란하겠기를 (바라다)

부정사 συσκέδεσθαι

혼란할 것

분사 남성여성중성
συσκεδομενος

συσκεδομενου

συσκεδομενη

συσκεδομενης

συσκεδομενον

συσκεδομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεσκέδαννυν

(나는) 혼란시키고 있었다

συνεσκέδαννυς

(너는) 혼란시키고 있었다

συνεσκέδαννυν*

(그는) 혼란시키고 있었다

쌍수 συνεσκεδάννυτον

(너희 둘은) 혼란시키고 있었다

συνεσκεδαννύτην

(그 둘은) 혼란시키고 있었다

복수 συνεσκεδάννυμεν

(우리는) 혼란시키고 있었다

συνεσκεδάννυτε

(너희는) 혼란시키고 있었다

συνεσκεδάννυσαν

(그들은) 혼란시키고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεσκεδαννύμην

(나는) 혼란하고 있었다

συνεσκεδαννύου, συνεσκεδάννυσο

(너는) 혼란하고 있었다

συνεσκεδάννυτο

(그는) 혼란하고 있었다

쌍수 συνεσκεδάννυσθον

(너희 둘은) 혼란하고 있었다

συνεσκεδαννύσθην

(그 둘은) 혼란하고 있었다

복수 συνεσκεδαννύμεθα

(우리는) 혼란하고 있었다

συνεσκεδάννυσθε

(너희는) 혼란하고 있었다

συνεσκεδάννυντο

(그들은) 혼란하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 혼란시키다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION