Ancient Greek-English Dictionary Language

σύρραξις

Third declension Noun; Transliteration:

Principal Part: σύρραξις σύρραξεως

Structure: συρραξι (Stem) + ς (Ending)

Etym.: surra/ssw

Sense

  1. a dashing together

Declension

Third declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • οὕτω δ̓ ἦσαν διάπονοι τὰ σώματα καὶ κατηθληκότεσ ὡσ μήτε ἱδροῦντά τινα μήτε ἀσθμαίνοντα Ῥωμαίων ὀφθῆναι διὰ πνίγουσ τοσούτου καὶ μετὰ δρόμου τῆσ συρράξεωσ γενομένησ, ὡσ τὸν Κάτλον αὐτὸν ἱστορεῖν λέγουσι μεγαλύνοντα τοὺσ στρατιώτασ. (Plutarch, Caius Marius, chapter 26 5:1)
  • γενομένησ δὲ τῆσ πρώτησ συρράξεωσ βαρείασ καὶ τῶν δοράτων ταχὺ συντριβέντων, τοῦ δὲ ἀγῶνοσ ἐν τοῖσ ξίφεσιν ὄντοσ, οὐ καταισχύνασ ὁ Κρατερὸσ τὸν Ἀλέξανδρον, ἀλλὰ πολλοὺσ μὲν καταβαλών, πολλάκισ δὲ τρεψάμενοσ τοὺσ ἀντιτεταγμένουσ, τέλοσ δὲ πληγεὶσ ὑπὸ Θρᾳκὸσ ἐκ πλαγίων προσελάσαντοσ ἀπερρύη τοῦ ἵππου. (Plutarch, chapter 7 3:1)

Synonyms

  1. a dashing together

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION