Ancient Greek-English Dictionary Language

συνωδίνω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συνωδίνω

Structure: συν (Prefix) + ὠδίν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to be in travail together

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνωδίνω συνωδίνεις συνωδίνει
Dual συνωδίνετον συνωδίνετον
Plural συνωδίνομεν συνωδίνετε συνωδίνουσιν*
SubjunctiveSingular συνωδίνω συνωδίνῃς συνωδίνῃ
Dual συνωδίνητον συνωδίνητον
Plural συνωδίνωμεν συνωδίνητε συνωδίνωσιν*
OptativeSingular συνωδίνοιμι συνωδίνοις συνωδίνοι
Dual συνωδίνοιτον συνωδινοίτην
Plural συνωδίνοιμεν συνωδίνοιτε συνωδίνοιεν
ImperativeSingular συνώδινε συνωδινέτω
Dual συνωδίνετον συνωδινέτων
Plural συνωδίνετε συνωδινόντων, συνωδινέτωσαν
Infinitive συνωδίνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συνωδινων συνωδινοντος συνωδινουσα συνωδινουσης συνωδινον συνωδινοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνωδίνομαι συνωδίνει, συνωδίνῃ συνωδίνεται
Dual συνωδίνεσθον συνωδίνεσθον
Plural συνωδινόμεθα συνωδίνεσθε συνωδίνονται
SubjunctiveSingular συνωδίνωμαι συνωδίνῃ συνωδίνηται
Dual συνωδίνησθον συνωδίνησθον
Plural συνωδινώμεθα συνωδίνησθε συνωδίνωνται
OptativeSingular συνωδινοίμην συνωδίνοιο συνωδίνοιτο
Dual συνωδίνοισθον συνωδινοίσθην
Plural συνωδινοίμεθα συνωδίνοισθε συνωδίνοιντο
ImperativeSingular συνωδίνου συνωδινέσθω
Dual συνωδίνεσθον συνωδινέσθων
Plural συνωδίνεσθε συνωδινέσθων, συνωδινέσθωσαν
Infinitive συνωδίνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνωδινομενος συνωδινομενου συνωδινομενη συνωδινομενης συνωδινομενον συνωδινομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to be in travail together

Derived

  • ὠδίνω (to have the pains or throes of childbirth, to be in travail or labour, to be in travail of)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION