Ancient Greek-English Dictionary Language

συντεκνοποιέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συντεκνοποιέω

Structure: συν (Prefix) + τεκνοποιέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to breed children with

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συντεκνοποίω συντεκνοποίεις συντεκνοποίει
Dual συντεκνοποίειτον συντεκνοποίειτον
Plural συντεκνοποίουμεν συντεκνοποίειτε συντεκνοποίουσιν*
SubjunctiveSingular συντεκνοποίω συντεκνοποίῃς συντεκνοποίῃ
Dual συντεκνοποίητον συντεκνοποίητον
Plural συντεκνοποίωμεν συντεκνοποίητε συντεκνοποίωσιν*
OptativeSingular συντεκνοποίοιμι συντεκνοποίοις συντεκνοποίοι
Dual συντεκνοποίοιτον συντεκνοποιοίτην
Plural συντεκνοποίοιμεν συντεκνοποίοιτε συντεκνοποίοιεν
ImperativeSingular συντεκνοποῖει συντεκνοποιεῖτω
Dual συντεκνοποίειτον συντεκνοποιεῖτων
Plural συντεκνοποίειτε συντεκνοποιοῦντων, συντεκνοποιεῖτωσαν
Infinitive συντεκνοποίειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συντεκνοποιων συντεκνοποιουντος συντεκνοποιουσα συντεκνοποιουσης συντεκνοποιουν συντεκνοποιουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συντεκνοποίουμαι συντεκνοποίει, συντεκνοποίῃ συντεκνοποίειται
Dual συντεκνοποίεισθον συντεκνοποίεισθον
Plural συντεκνοποιοῦμεθα συντεκνοποίεισθε συντεκνοποίουνται
SubjunctiveSingular συντεκνοποίωμαι συντεκνοποίῃ συντεκνοποίηται
Dual συντεκνοποίησθον συντεκνοποίησθον
Plural συντεκνοποιώμεθα συντεκνοποίησθε συντεκνοποίωνται
OptativeSingular συντεκνοποιοίμην συντεκνοποίοιο συντεκνοποίοιτο
Dual συντεκνοποίοισθον συντεκνοποιοίσθην
Plural συντεκνοποιοίμεθα συντεκνοποίοισθε συντεκνοποίοιντο
ImperativeSingular συντεκνοποίου συντεκνοποιεῖσθω
Dual συντεκνοποίεισθον συντεκνοποιεῖσθων
Plural συντεκνοποίεισθε συντεκνοποιεῖσθων, συντεκνοποιεῖσθωσαν
Infinitive συντεκνοποίεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συντεκνοποιουμενος συντεκνοποιουμενου συντεκνοποιουμενη συντεκνοποιουμενης συντεκνοποιουμενον συντεκνοποιουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to breed children with

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION