고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: συνδιορίζομαι
Structure: συνδιορίζ (Stem) + ομαι (Ending)
Middle/Passive | ||||
---|---|---|---|---|
1st person | 2nd person | 3rd person | ||
Indicative | Singular | συνδιορίζομαι | συνδιορίζει, συνδιορίζῃ | συνδιορίζεται |
Dual | συνδιορίζεσθον | συνδιορίζεσθον | ||
Plural | συνδιοριζόμεθα | συνδιορίζεσθε | συνδιορίζονται | |
Subjunctive | Singular | συνδιορίζωμαι | συνδιορίζῃ | συνδιορίζηται |
Dual | συνδιορίζησθον | συνδιορίζησθον | ||
Plural | συνδιοριζώμεθα | συνδιορίζησθε | συνδιορίζωνται | |
Optative | Singular | συνδιοριζοίμην | συνδιορίζοιο | συνδιορίζοιτο |
Dual | συνδιορίζοισθον | συνδιοριζοίσθην | ||
Plural | συνδιοριζοίμεθα | συνδιορίζοισθε | συνδιορίζοιντο | |
Imperative | Singular | συνδιορίζου | συνδιοριζέσθω | |
Dual | συνδιορίζεσθον | συνδιοριζέσθων | ||
Plural | συνδιορίζεσθε | συνδιοριζέσθων, συνδιοριζέσθωσαν | ||
Infinitive | συνδιορίζεσθαι | |||
Participle | Masculine | Feminine | Neuter | |
συνδιοριζομενος συνδιοριζομενου | συνδιοριζομενη συνδιοριζομενης | συνδιοριζομενον συνδιοριζομενου |
Middle/Passive | ||||
---|---|---|---|---|
1st person | 2nd person | 3rd person | ||
Indicative | Singular | ἐσυνδιοριζόμην | ἐσυνδιορίζου | ἐσυνδιορίζετο |
Dual | ἐσυνδιορίζεσθον | ἐσυνδιοριζέσθην | ||
Plural | ἐσυνδιοριζόμεθα | ἐσυνδιορίζεσθε | ἐσυνδιορίζοντο |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기