Ancient Greek-English Dictionary Language

συνδιατηρέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συνδιατηρέω συνδιατηρήσω

Structure: συν (Prefix) + διατηρέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to assist in maintaining

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδιατήρω συνδιατήρεις συνδιατήρει
Dual συνδιατήρειτον συνδιατήρειτον
Plural συνδιατήρουμεν συνδιατήρειτε συνδιατήρουσιν*
SubjunctiveSingular συνδιατήρω συνδιατήρῃς συνδιατήρῃ
Dual συνδιατήρητον συνδιατήρητον
Plural συνδιατήρωμεν συνδιατήρητε συνδιατήρωσιν*
OptativeSingular συνδιατήροιμι συνδιατήροις συνδιατήροι
Dual συνδιατήροιτον συνδιατηροίτην
Plural συνδιατήροιμεν συνδιατήροιτε συνδιατήροιεν
ImperativeSingular συνδιατῆρει συνδιατηρεῖτω
Dual συνδιατήρειτον συνδιατηρεῖτων
Plural συνδιατήρειτε συνδιατηροῦντων, συνδιατηρεῖτωσαν
Infinitive συνδιατήρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδιατηρων συνδιατηρουντος συνδιατηρουσα συνδιατηρουσης συνδιατηρουν συνδιατηρουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδιατήρουμαι συνδιατήρει, συνδιατήρῃ συνδιατήρειται
Dual συνδιατήρεισθον συνδιατήρεισθον
Plural συνδιατηροῦμεθα συνδιατήρεισθε συνδιατήρουνται
SubjunctiveSingular συνδιατήρωμαι συνδιατήρῃ συνδιατήρηται
Dual συνδιατήρησθον συνδιατήρησθον
Plural συνδιατηρώμεθα συνδιατήρησθε συνδιατήρωνται
OptativeSingular συνδιατηροίμην συνδιατήροιο συνδιατήροιτο
Dual συνδιατήροισθον συνδιατηροίσθην
Plural συνδιατηροίμεθα συνδιατήροισθε συνδιατήροιντο
ImperativeSingular συνδιατήρου συνδιατηρεῖσθω
Dual συνδιατήρεισθον συνδιατηρεῖσθων
Plural συνδιατήρεισθε συνδιατηρεῖσθων, συνδιατηρεῖσθωσαν
Infinitive συνδιατήρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδιατηρουμενος συνδιατηρουμενου συνδιατηρουμενη συνδιατηρουμενης συνδιατηρουμενον συνδιατηρουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδιατηρήσω συνδιατηρήσεις συνδιατηρήσει
Dual συνδιατηρήσετον συνδιατηρήσετον
Plural συνδιατηρήσομεν συνδιατηρήσετε συνδιατηρήσουσιν*
OptativeSingular συνδιατηρήσοιμι συνδιατηρήσοις συνδιατηρήσοι
Dual συνδιατηρήσοιτον συνδιατηρησοίτην
Plural συνδιατηρήσοιμεν συνδιατηρήσοιτε συνδιατηρήσοιεν
Infinitive συνδιατηρήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδιατηρησων συνδιατηρησοντος συνδιατηρησουσα συνδιατηρησουσης συνδιατηρησον συνδιατηρησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδιατηρήσομαι συνδιατηρήσει, συνδιατηρήσῃ συνδιατηρήσεται
Dual συνδιατηρήσεσθον συνδιατηρήσεσθον
Plural συνδιατηρησόμεθα συνδιατηρήσεσθε συνδιατηρήσονται
OptativeSingular συνδιατηρησοίμην συνδιατηρήσοιο συνδιατηρήσοιτο
Dual συνδιατηρήσοισθον συνδιατηρησοίσθην
Plural συνδιατηρησοίμεθα συνδιατηρήσοισθε συνδιατηρήσοιντο
Infinitive συνδιατηρήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδιατηρησομενος συνδιατηρησομενου συνδιατηρησομενη συνδιατηρησομενης συνδιατηρησομενον συνδιατηρησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to assist in maintaining

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION