Ancient Greek-English Dictionary Language

συνδιαίτησις

Third declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συνδιαίτησις συνδιαίτησεως

Structure: συνδιαιτησι (Stem) + ς (Ending)

Etym.: from sundiaita/omai

Sense

  1. a living together, intercourse

Examples

  • καὶ γὰρ ἦν, ὡσ λέγουσιν, αὐτὸ μὲν καθ’ αὑτὸ τὸ κάλλοσ αὐτῆσ οὐ πάνυ δυσπαράβλητον, οὐδὲ οἱο͂ν ἐκπλῆξαι τοὺσ ἰδόντασ, ἁφὴν δ’ εἶχεν ἡ συνδιαίτησισ ἄφυκτον, ἥ τε μορφὴ μετὰ τῆσ ἐν τῷ διαλέγεσθαι πιθανότητοσ καὶ τοῦ περιθέοντοσ ἅμα πωσ περὶ τὴν ὁμιλίαν ἤθουσ ἀνέφερέ τι κέντρον. (Plutarch, Antony, chapter 27 2:1)

Synonyms

  1. a living together

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION