Ancient Greek-English Dictionary Language

συνδιαίτησις

Third declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συνδιαίτησις συνδιαίτησεως

Structure: συνδιαιτησι (Stem) + ς (Ending)

Etym.: from sundiaita/omai

Sense

  1. a living together, intercourse

Examples

  • ἔπειτα τὰ μὲν ἐν γῇ διὰ τὴν ὁμοφυλίαν καὶ τὴν συνδιαίτησιν ἁμωσγέπωσ συναναχρωννύμενα τοῖσ ἀνθρωπίνοισ ἤθεσιν ἀπολαύει καὶ τροφῆσ καὶ διδασκαλίασ καὶ μιμήσεωσ· (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 23 8:1)
  • βλέπων δὲ τὸν Ἄδαμον οὐκ ἔχοντα κοινωνίαν πρὸσ τὸ θῆλυ καὶ συνδιαίτησιν, οὐδὲ γὰρ ἦν, ξενιζόμενον δ’ ἐπὶ τοῖσ ἄλλοισ ζῴοισ οὕτωσ ἔχουσι, μίαν αὐτοῦ κοιμωμένου πλευρὰν ἐξελὼν ἐξ αὐτῆσ ἔπλασε γυναῖκα. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 1 43:2)

Synonyms

  1. a living together

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION