헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συμπεριπατέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συμπεριπατέω συμπεριπατήσω

형태분석: συμπεριπατέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to walk round or about with, their companions in walking round

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμπεριπάτω

συμπεριπάτεις

συμπεριπάτει

쌍수 συμπεριπάτειτον

συμπεριπάτειτον

복수 συμπεριπάτουμεν

συμπεριπάτειτε

συμπεριπάτουσιν*

접속법단수 συμπεριπάτω

συμπεριπάτῃς

συμπεριπάτῃ

쌍수 συμπεριπάτητον

συμπεριπάτητον

복수 συμπεριπάτωμεν

συμπεριπάτητε

συμπεριπάτωσιν*

기원법단수 συμπεριπάτοιμι

συμπεριπάτοις

συμπεριπάτοι

쌍수 συμπεριπάτοιτον

συμπεριπατοίτην

복수 συμπεριπάτοιμεν

συμπεριπάτοιτε

συμπεριπάτοιεν

명령법단수 συμπεριπᾶτει

συμπεριπατεῖτω

쌍수 συμπεριπάτειτον

συμπεριπατεῖτων

복수 συμπεριπάτειτε

συμπεριπατοῦντων, συμπεριπατεῖτωσαν

부정사 συμπεριπάτειν

분사 남성여성중성
συμπεριπατων

συμπεριπατουντος

συμπεριπατουσα

συμπεριπατουσης

συμπεριπατουν

συμπεριπατουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμπεριπάτουμαι

συμπεριπάτει, συμπεριπάτῃ

συμπεριπάτειται

쌍수 συμπεριπάτεισθον

συμπεριπάτεισθον

복수 συμπεριπατοῦμεθα

συμπεριπάτεισθε

συμπεριπάτουνται

접속법단수 συμπεριπάτωμαι

συμπεριπάτῃ

συμπεριπάτηται

쌍수 συμπεριπάτησθον

συμπεριπάτησθον

복수 συμπεριπατώμεθα

συμπεριπάτησθε

συμπεριπάτωνται

기원법단수 συμπεριπατοίμην

συμπεριπάτοιο

συμπεριπάτοιτο

쌍수 συμπεριπάτοισθον

συμπεριπατοίσθην

복수 συμπεριπατοίμεθα

συμπεριπάτοισθε

συμπεριπάτοιντο

명령법단수 συμπεριπάτου

συμπεριπατεῖσθω

쌍수 συμπεριπάτεισθον

συμπεριπατεῖσθων

복수 συμπεριπάτεισθε

συμπεριπατεῖσθων, συμπεριπατεῖσθωσαν

부정사 συμπεριπάτεισθαι

분사 남성여성중성
συμπεριπατουμενος

συμπεριπατουμενου

συμπεριπατουμενη

συμπεριπατουμενης

συμπεριπατουμενον

συμπεριπατουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμπεριπατήσω

συμπεριπατήσεις

συμπεριπατήσει

쌍수 συμπεριπατήσετον

συμπεριπατήσετον

복수 συμπεριπατήσομεν

συμπεριπατήσετε

συμπεριπατήσουσιν*

기원법단수 συμπεριπατήσοιμι

συμπεριπατήσοις

συμπεριπατήσοι

쌍수 συμπεριπατήσοιτον

συμπεριπατησοίτην

복수 συμπεριπατήσοιμεν

συμπεριπατήσοιτε

συμπεριπατήσοιεν

부정사 συμπεριπατήσειν

분사 남성여성중성
συμπεριπατησων

συμπεριπατησοντος

συμπεριπατησουσα

συμπεριπατησουσης

συμπεριπατησον

συμπεριπατησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμπεριπατήσομαι

συμπεριπατήσει, συμπεριπατήσῃ

συμπεριπατήσεται

쌍수 συμπεριπατήσεσθον

συμπεριπατήσεσθον

복수 συμπεριπατησόμεθα

συμπεριπατήσεσθε

συμπεριπατήσονται

기원법단수 συμπεριπατησοίμην

συμπεριπατήσοιο

συμπεριπατήσοιτο

쌍수 συμπεριπατήσοισθον

συμπεριπατησοίσθην

복수 συμπεριπατησοίμεθα

συμπεριπατήσοισθε

συμπεριπατήσοιντο

부정사 συμπεριπατήσεσθαι

분사 남성여성중성
συμπεριπατησομενος

συμπεριπατησομενου

συμπεριπατησομενη

συμπεριπατησομενης

συμπεριπατησομενον

συμπεριπατησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to walk round or about with

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION