헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συμμαστιγόω

ο 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συμμαστιγόω συμμαστιγώσω

형태분석: συμ (접두사) + μαστιγό (어간) + ω (인칭어미)

  1. to whip or lash along with or together

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμμαστίγω

συμμαστίγοις

συμμαστίγοι

쌍수 συμμαστίγουτον

συμμαστίγουτον

복수 συμμαστίγουμεν

συμμαστίγουτε

συμμαστίγουσιν*

접속법단수 συμμαστίγω

συμμαστίγοις

συμμαστίγοι

쌍수 συμμαστίγωτον

συμμαστίγωτον

복수 συμμαστίγωμεν

συμμαστίγωτε

συμμαστίγωσιν*

기원법단수 συμμαστίγοιμι

συμμαστίγοις

συμμαστίγοι

쌍수 συμμαστίγοιτον

συμμαστιγοίτην

복수 συμμαστίγοιμεν

συμμαστίγοιτε

συμμαστίγοιεν

명령법단수 συμμαστῖγου

συμμαστιγοῦτω

쌍수 συμμαστίγουτον

συμμαστιγοῦτων

복수 συμμαστίγουτε

συμμαστιγοῦντων, συμμαστιγοῦτωσαν

부정사 συμμαστίγουν

분사 남성여성중성
συμμαστιγων

συμμαστιγουντος

συμμαστιγουσα

συμμαστιγουσης

συμμαστιγουν

συμμαστιγουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμμαστίγουμαι

συμμαστίγοι

συμμαστίγουται

쌍수 συμμαστίγουσθον

συμμαστίγουσθον

복수 συμμαστιγοῦμεθα

συμμαστίγουσθε

συμμαστίγουνται

접속법단수 συμμαστίγωμαι

συμμαστίγοι

συμμαστίγωται

쌍수 συμμαστίγωσθον

συμμαστίγωσθον

복수 συμμαστιγώμεθα

συμμαστίγωσθε

συμμαστίγωνται

기원법단수 συμμαστιγοίμην

συμμαστίγοιο

συμμαστίγοιτο

쌍수 συμμαστίγοισθον

συμμαστιγοίσθην

복수 συμμαστιγοίμεθα

συμμαστίγοισθε

συμμαστίγοιντο

명령법단수 συμμαστίγου

συμμαστιγοῦσθω

쌍수 συμμαστίγουσθον

συμμαστιγοῦσθων

복수 συμμαστίγουσθε

συμμαστιγοῦσθων, συμμαστιγοῦσθωσαν

부정사 συμμαστίγουσθαι

분사 남성여성중성
συμμαστιγουμενος

συμμαστιγουμενου

συμμαστιγουμενη

συμμαστιγουμενης

συμμαστιγουμενον

συμμαστιγουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to whip or lash along with or together

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION