헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκλονέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκλονέω

형태분석: συγ (접두사) + κλονέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to dash together, confound utterly

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκλονῶ

συγκλονεῖς

συγκλονεῖ

쌍수 συγκλονεῖτον

συγκλονεῖτον

복수 συγκλονοῦμεν

συγκλονεῖτε

συγκλονοῦσιν*

접속법단수 συγκλονῶ

συγκλονῇς

συγκλονῇ

쌍수 συγκλονῆτον

συγκλονῆτον

복수 συγκλονῶμεν

συγκλονῆτε

συγκλονῶσιν*

기원법단수 συγκλονοῖμι

συγκλονοῖς

συγκλονοῖ

쌍수 συγκλονοῖτον

συγκλονοίτην

복수 συγκλονοῖμεν

συγκλονοῖτε

συγκλονοῖεν

명령법단수 συγκλόνει

συγκλονείτω

쌍수 συγκλονεῖτον

συγκλονείτων

복수 συγκλονεῖτε

συγκλονούντων, συγκλονείτωσαν

부정사 συγκλονεῖν

분사 남성여성중성
συγκλονων

συγκλονουντος

συγκλονουσα

συγκλονουσης

συγκλονουν

συγκλονουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκλονοῦμαι

συγκλονεῖ, συγκλονῇ

συγκλονεῖται

쌍수 συγκλονεῖσθον

συγκλονεῖσθον

복수 συγκλονούμεθα

συγκλονεῖσθε

συγκλονοῦνται

접속법단수 συγκλονῶμαι

συγκλονῇ

συγκλονῆται

쌍수 συγκλονῆσθον

συγκλονῆσθον

복수 συγκλονώμεθα

συγκλονῆσθε

συγκλονῶνται

기원법단수 συγκλονοίμην

συγκλονοῖο

συγκλονοῖτο

쌍수 συγκλονοῖσθον

συγκλονοίσθην

복수 συγκλονοίμεθα

συγκλονοῖσθε

συγκλονοῖντο

명령법단수 συγκλονοῦ

συγκλονείσθω

쌍수 συγκλονεῖσθον

συγκλονείσθων

복수 συγκλονεῖσθε

συγκλονείσθων, συγκλονείσθωσαν

부정사 συγκλονεῖσθαι

분사 남성여성중성
συγκλονουμενος

συγκλονουμενου

συγκλονουμενη

συγκλονουμενης

συγκλονουμενον

συγκλονουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to dash together

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION