헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγγομφόω

ο 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγγομφόω συγγομφώσω

형태분석: συγ (접두사) + γομφό (어간) + ω (인칭어미)

  1. to fasten together with nails

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγγομφῶ

συγγομφοῖς

συγγομφοῖ

쌍수 συγγομφοῦτον

συγγομφοῦτον

복수 συγγομφοῦμεν

συγγομφοῦτε

συγγομφοῦσιν*

접속법단수 συγγομφῶ

συγγομφοῖς

συγγομφοῖ

쌍수 συγγομφῶτον

συγγομφῶτον

복수 συγγομφῶμεν

συγγομφῶτε

συγγομφῶσιν*

기원법단수 συγγομφοῖμι

συγγομφοῖς

συγγομφοῖ

쌍수 συγγομφοῖτον

συγγομφοίτην

복수 συγγομφοῖμεν

συγγομφοῖτε

συγγομφοῖεν

명령법단수 συγγόμφου

συγγομφούτω

쌍수 συγγομφοῦτον

συγγομφούτων

복수 συγγομφοῦτε

συγγομφούντων, συγγομφούτωσαν

부정사 συγγομφοῦν

분사 남성여성중성
συγγομφων

συγγομφουντος

συγγομφουσα

συγγομφουσης

συγγομφουν

συγγομφουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγγομφοῦμαι

συγγομφοῖ

συγγομφοῦται

쌍수 συγγομφοῦσθον

συγγομφοῦσθον

복수 συγγομφούμεθα

συγγομφοῦσθε

συγγομφοῦνται

접속법단수 συγγομφῶμαι

συγγομφοῖ

συγγομφῶται

쌍수 συγγομφῶσθον

συγγομφῶσθον

복수 συγγομφώμεθα

συγγομφῶσθε

συγγομφῶνται

기원법단수 συγγομφοίμην

συγγομφοῖο

συγγομφοῖτο

쌍수 συγγομφοῖσθον

συγγομφοίσθην

복수 συγγομφοίμεθα

συγγομφοῖσθε

συγγομφοῖντο

명령법단수 συγγομφοῦ

συγγομφούσθω

쌍수 συγγομφοῦσθον

συγγομφούσθων

복수 συγγομφοῦσθε

συγγομφούσθων, συγγομφούσθωσαν

부정사 συγγομφοῦσθαι

분사 남성여성중성
συγγομφουμενος

συγγομφουμενου

συγγομφουμενη

συγγομφουμενης

συγγομφουμενον

συγγομφουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to fasten together with nails

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION