Ancient Greek-English Dictionary Language

συγγεωργέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συγγεωργέω συγγεωργήσω

Structure: συγ (Prefix) + γεωργέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from sugge/wrgos

Sense

  1. to be a fellow-labourer

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγγεώργω συγγεώργεις συγγεώργει
Dual συγγεώργειτον συγγεώργειτον
Plural συγγεώργουμεν συγγεώργειτε συγγεώργουσιν*
SubjunctiveSingular συγγεώργω συγγεώργῃς συγγεώργῃ
Dual συγγεώργητον συγγεώργητον
Plural συγγεώργωμεν συγγεώργητε συγγεώργωσιν*
OptativeSingular συγγεώργοιμι συγγεώργοις συγγεώργοι
Dual συγγεώργοιτον συγγεωργοίτην
Plural συγγεώργοιμεν συγγεώργοιτε συγγεώργοιεν
ImperativeSingular συγγεῶργει συγγεωργεῖτω
Dual συγγεώργειτον συγγεωργεῖτων
Plural συγγεώργειτε συγγεωργοῦντων, συγγεωργεῖτωσαν
Infinitive συγγεώργειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγγεωργων συγγεωργουντος συγγεωργουσα συγγεωργουσης συγγεωργουν συγγεωργουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγγεώργουμαι συγγεώργει, συγγεώργῃ συγγεώργειται
Dual συγγεώργεισθον συγγεώργεισθον
Plural συγγεωργοῦμεθα συγγεώργεισθε συγγεώργουνται
SubjunctiveSingular συγγεώργωμαι συγγεώργῃ συγγεώργηται
Dual συγγεώργησθον συγγεώργησθον
Plural συγγεωργώμεθα συγγεώργησθε συγγεώργωνται
OptativeSingular συγγεωργοίμην συγγεώργοιο συγγεώργοιτο
Dual συγγεώργοισθον συγγεωργοίσθην
Plural συγγεωργοίμεθα συγγεώργοισθε συγγεώργοιντο
ImperativeSingular συγγεώργου συγγεωργεῖσθω
Dual συγγεώργεισθον συγγεωργεῖσθων
Plural συγγεώργεισθε συγγεωργεῖσθων, συγγεωργεῖσθωσαν
Infinitive συγγεώργεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγγεωργουμενος συγγεωργουμενου συγγεωργουμενη συγγεωργουμενης συγγεωργουμενον συγγεωργουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to be a fellow-labourer

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION