Ancient Greek-English Dictionary Language

στυγνάζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στυγνάζω στυγνάσω

Structure: στυγνάζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to look gloomy, be sorrowful, to be gloomy, lowering

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στυγνάζω στυγνάζεις στυγνάζει
Dual στυγνάζετον στυγνάζετον
Plural στυγνάζομεν στυγνάζετε στυγνάζουσιν*
SubjunctiveSingular στυγνάζω στυγνάζῃς στυγνάζῃ
Dual στυγνάζητον στυγνάζητον
Plural στυγνάζωμεν στυγνάζητε στυγνάζωσιν*
OptativeSingular στυγνάζοιμι στυγνάζοις στυγνάζοι
Dual στυγνάζοιτον στυγναζοίτην
Plural στυγνάζοιμεν στυγνάζοιτε στυγνάζοιεν
ImperativeSingular στύγναζε στυγναζέτω
Dual στυγνάζετον στυγναζέτων
Plural στυγνάζετε στυγναζόντων, στυγναζέτωσαν
Infinitive στυγνάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
στυγναζων στυγναζοντος στυγναζουσα στυγναζουσης στυγναζον στυγναζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στυγνάζομαι στυγνάζει, στυγνάζῃ στυγνάζεται
Dual στυγνάζεσθον στυγνάζεσθον
Plural στυγναζόμεθα στυγνάζεσθε στυγνάζονται
SubjunctiveSingular στυγνάζωμαι στυγνάζῃ στυγνάζηται
Dual στυγνάζησθον στυγνάζησθον
Plural στυγναζώμεθα στυγνάζησθε στυγνάζωνται
OptativeSingular στυγναζοίμην στυγνάζοιο στυγνάζοιτο
Dual στυγνάζοισθον στυγναζοίσθην
Plural στυγναζοίμεθα στυγνάζοισθε στυγνάζοιντο
ImperativeSingular στυγνάζου στυγναζέσθω
Dual στυγνάζεσθον στυγναζέσθων
Plural στυγνάζεσθε στυγναζέσθων, στυγναζέσθωσαν
Infinitive στυγνάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
στυγναζομενος στυγναζομενου στυγναζομενη στυγναζομενης στυγναζομενον στυγναζομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to look gloomy

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION