Ancient Greek-English Dictionary Language

στρατοπέδευσις

Third declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στρατοπέδευσις στρατοπέδευσεως

Structure: στρατοπεδευσι (Stem) + ς (Ending)

Sense

  1. an encamping
  2. an encampment, the position of an army

Examples

  • γυμνάσια γὰρ τίθεμεν καὶ τὰ περὶ τὸν πόλεμον ἅπαντα τοῖσ σώμασι διαπονήματα τοξικῆσ τε καὶ πάσησ ῥίψεωσ καὶ πελταστικῆσ καὶ πάσησ ὁπλομαχίασ καὶ διεξόδων τακτικῶν καὶ ἁπάσησ πορείασ στρατοπέδων καὶ στρατοπεδεύσεων καὶ ὅσα εἰσ ἱππικὴν μαθήματα συντείνει. (Plato, Laws, book 7 158:2)

Synonyms

  1. an encamping

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION