헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στρατολογέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στρατολογέω

형태분석: στρατολογέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: le/gw

  1. to levy soldiers

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στρατολόγω

στρατολόγεις

στρατολόγει

쌍수 στρατολόγειτον

στρατολόγειτον

복수 στρατολόγουμεν

στρατολόγειτε

στρατολόγουσιν*

접속법단수 στρατολόγω

στρατολόγῃς

στρατολόγῃ

쌍수 στρατολόγητον

στρατολόγητον

복수 στρατολόγωμεν

στρατολόγητε

στρατολόγωσιν*

기원법단수 στρατολόγοιμι

στρατολόγοις

στρατολόγοι

쌍수 στρατολόγοιτον

στρατολογοίτην

복수 στρατολόγοιμεν

στρατολόγοιτε

στρατολόγοιεν

명령법단수 στρατολο͂γει

στρατολογεῖτω

쌍수 στρατολόγειτον

στρατολογεῖτων

복수 στρατολόγειτε

στρατολογοῦντων, στρατολογεῖτωσαν

부정사 στρατολόγειν

분사 남성여성중성
στρατολογων

στρατολογουντος

στρατολογουσα

στρατολογουσης

στρατολογουν

στρατολογουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στρατολόγουμαι

στρατολόγει, στρατολόγῃ

στρατολόγειται

쌍수 στρατολόγεισθον

στρατολόγεισθον

복수 στρατολογοῦμεθα

στρατολόγεισθε

στρατολόγουνται

접속법단수 στρατολόγωμαι

στρατολόγῃ

στρατολόγηται

쌍수 στρατολόγησθον

στρατολόγησθον

복수 στρατολογώμεθα

στρατολόγησθε

στρατολόγωνται

기원법단수 στρατολογοίμην

στρατολόγοιο

στρατολόγοιτο

쌍수 στρατολόγοισθον

στρατολογοίσθην

복수 στρατολογοίμεθα

στρατολόγοισθε

στρατολόγοιντο

명령법단수 στρατολόγου

στρατολογεῖσθω

쌍수 στρατολόγεισθον

στρατολογεῖσθων

복수 στρατολόγεισθε

στρατολογεῖσθων, στρατολογεῖσθωσαν

부정사 στρατολόγεισθαι

분사 남성여성중성
στρατολογουμενος

στρατολογουμενου

στρατολογουμενη

στρατολογουμενης

στρατολογουμενον

στρατολογουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to levy soldiers

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION