고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: στολιδωτός στολιδωτή στολιδωτόν
Structure: στολιδωτ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | στολιδωτός | στολιδωτή | στολιδωτόν |
Genitive | στολιδωτοῦ | στολιδωτῆς | στολιδωτοῦ | |
Dative | στολιδωτῷ | στολιδωτῇ | στολιδωτῷ | |
Accusative | στολιδωτόν | στολιδωτήν | στολιδωτόν | |
Vocative | στολιδωτέ | στολιδωτή | στολιδωτόν | |
Dual | N/A/V | στολιδωτώ | στολιδωτᾱ́ | στολιδωτώ |
G/D | στολιδωτοῖν | στολιδωταῖν | στολιδωτοῖν | |
Plural | Nominative | στολιδωτοί | στολιδωταί | στολιδωτά |
Genitive | στολιδωτῶν | στολιδωτῶν | στολιδωτῶν | |
Dative | στολιδωτοῖς | στολιδωταῖς | στολιδωτοῖς | |
Accusative | στολιδωτούς | στολιδωτᾱ́ς | στολιδωτά | |
Vocative | στολιδωτοί | στολιδωταί | στολιδωτά |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | στολιδωτός στολιδωτοῦ | στολιδωτότερος στολιδωτοτεροῦ | στολιδωτότατος στολιδωτοτατοῦ |
Adverb | στολιδωτώς | στολιδωτότερον | στολιδωτότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기