헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στενολεσχέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στενολεσχέω

형태분석: στενολεσχέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to talk subtly, quibble

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στενολέσχω

στενολέσχεις

στενολέσχει

쌍수 στενολέσχειτον

στενολέσχειτον

복수 στενολέσχουμεν

στενολέσχειτε

στενολέσχουσιν*

접속법단수 στενολέσχω

στενολέσχῃς

στενολέσχῃ

쌍수 στενολέσχητον

στενολέσχητον

복수 στενολέσχωμεν

στενολέσχητε

στενολέσχωσιν*

기원법단수 στενολέσχοιμι

στενολέσχοις

στενολέσχοι

쌍수 στενολέσχοιτον

στενολεσχοίτην

복수 στενολέσχοιμεν

στενολέσχοιτε

στενολέσχοιεν

명령법단수 στενολε͂σχει

στενολεσχεῖτω

쌍수 στενολέσχειτον

στενολεσχεῖτων

복수 στενολέσχειτε

στενολεσχοῦντων, στενολεσχεῖτωσαν

부정사 στενολέσχειν

분사 남성여성중성
στενολεσχων

στενολεσχουντος

στενολεσχουσα

στενολεσχουσης

στενολεσχουν

στενολεσχουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στενολέσχουμαι

στενολέσχει, στενολέσχῃ

στενολέσχειται

쌍수 στενολέσχεισθον

στενολέσχεισθον

복수 στενολεσχοῦμεθα

στενολέσχεισθε

στενολέσχουνται

접속법단수 στενολέσχωμαι

στενολέσχῃ

στενολέσχηται

쌍수 στενολέσχησθον

στενολέσχησθον

복수 στενολεσχώμεθα

στενολέσχησθε

στενολέσχωνται

기원법단수 στενολεσχοίμην

στενολέσχοιο

στενολέσχοιτο

쌍수 στενολέσχοισθον

στενολεσχοίσθην

복수 στενολεσχοίμεθα

στενολέσχοισθε

στενολέσχοιντο

명령법단수 στενολέσχου

στενολεσχεῖσθω

쌍수 στενολέσχεισθον

στενολεσχεῖσθων

복수 στενολέσχεισθε

στενολεσχεῖσθων, στενολεσχεῖσθωσαν

부정사 στενολέσχεισθαι

분사 남성여성중성
στενολεσχουμενος

στενολεσχουμενου

στενολεσχουμενη

στενολεσχουμενης

στενολεσχουμενον

στενολεσχουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to talk subtly

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION