헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σπερμαίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σπερμαίνω

형태분석: σπερμαίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 낳다, 맺다, 자식을 얻다
  1. to sow with seed: to beget

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σπερμαίνω

(나는) 낳는다

σπερμαίνεις

(너는) 낳는다

σπερμαίνει

(그는) 낳는다

쌍수 σπερμαίνετον

(너희 둘은) 낳는다

σπερμαίνετον

(그 둘은) 낳는다

복수 σπερμαίνομεν

(우리는) 낳는다

σπερμαίνετε

(너희는) 낳는다

σπερμαίνουσιν*

(그들은) 낳는다

접속법단수 σπερμαίνω

(나는) 낳자

σπερμαίνῃς

(너는) 낳자

σπερμαίνῃ

(그는) 낳자

쌍수 σπερμαίνητον

(너희 둘은) 낳자

σπερμαίνητον

(그 둘은) 낳자

복수 σπερμαίνωμεν

(우리는) 낳자

σπερμαίνητε

(너희는) 낳자

σπερμαίνωσιν*

(그들은) 낳자

기원법단수 σπερμαίνοιμι

(나는) 낳기를 (바라다)

σπερμαίνοις

(너는) 낳기를 (바라다)

σπερμαίνοι

(그는) 낳기를 (바라다)

쌍수 σπερμαίνοιτον

(너희 둘은) 낳기를 (바라다)

σπερμαινοίτην

(그 둘은) 낳기를 (바라다)

복수 σπερμαίνοιμεν

(우리는) 낳기를 (바라다)

σπερμαίνοιτε

(너희는) 낳기를 (바라다)

σπερμαίνοιεν

(그들은) 낳기를 (바라다)

명령법단수 σπέρμαινε

(너는) 낳아라

σπερμαινέτω

(그는) 낳아라

쌍수 σπερμαίνετον

(너희 둘은) 낳아라

σπερμαινέτων

(그 둘은) 낳아라

복수 σπερμαίνετε

(너희는) 낳아라

σπερμαινόντων, σπερμαινέτωσαν

(그들은) 낳아라

부정사 σπερμαίνειν

낳는 것

분사 남성여성중성
σπερμαινων

σπερμαινοντος

σπερμαινουσα

σπερμαινουσης

σπερμαινον

σπερμαινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σπερμαίνομαι

(나는) 태어난다

σπερμαίνει, σπερμαίνῃ

(너는) 태어난다

σπερμαίνεται

(그는) 태어난다

쌍수 σπερμαίνεσθον

(너희 둘은) 태어난다

σπερμαίνεσθον

(그 둘은) 태어난다

복수 σπερμαινόμεθα

(우리는) 태어난다

σπερμαίνεσθε

(너희는) 태어난다

σπερμαίνονται

(그들은) 태어난다

접속법단수 σπερμαίνωμαι

(나는) 태어나자

σπερμαίνῃ

(너는) 태어나자

σπερμαίνηται

(그는) 태어나자

쌍수 σπερμαίνησθον

(너희 둘은) 태어나자

σπερμαίνησθον

(그 둘은) 태어나자

복수 σπερμαινώμεθα

(우리는) 태어나자

σπερμαίνησθε

(너희는) 태어나자

σπερμαίνωνται

(그들은) 태어나자

기원법단수 σπερμαινοίμην

(나는) 태어나기를 (바라다)

σπερμαίνοιο

(너는) 태어나기를 (바라다)

σπερμαίνοιτο

(그는) 태어나기를 (바라다)

쌍수 σπερμαίνοισθον

(너희 둘은) 태어나기를 (바라다)

σπερμαινοίσθην

(그 둘은) 태어나기를 (바라다)

복수 σπερμαινοίμεθα

(우리는) 태어나기를 (바라다)

σπερμαίνοισθε

(너희는) 태어나기를 (바라다)

σπερμαίνοιντο

(그들은) 태어나기를 (바라다)

명령법단수 σπερμαίνου

(너는) 태어나라

σπερμαινέσθω

(그는) 태어나라

쌍수 σπερμαίνεσθον

(너희 둘은) 태어나라

σπερμαινέσθων

(그 둘은) 태어나라

복수 σπερμαίνεσθε

(너희는) 태어나라

σπερμαινέσθων, σπερμαινέσθωσαν

(그들은) 태어나라

부정사 σπερμαίνεσθαι

태어나는 것

분사 남성여성중성
σπερμαινομενος

σπερμαινομενου

σπερμαινομενη

σπερμαινομενης

σπερμαινομενον

σπερμαινομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσπέρμαινον

(나는) 낳고 있었다

ἐσπέρμαινες

(너는) 낳고 있었다

ἐσπέρμαινεν*

(그는) 낳고 있었다

쌍수 ἐσπερμαίνετον

(너희 둘은) 낳고 있었다

ἐσπερμαινέτην

(그 둘은) 낳고 있었다

복수 ἐσπερμαίνομεν

(우리는) 낳고 있었다

ἐσπερμαίνετε

(너희는) 낳고 있었다

ἐσπέρμαινον

(그들은) 낳고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσπερμαινόμην

(나는) 태어나고 있었다

ἐσπερμαίνου

(너는) 태어나고 있었다

ἐσπερμαίνετο

(그는) 태어나고 있었다

쌍수 ἐσπερμαίνεσθον

(너희 둘은) 태어나고 있었다

ἐσπερμαινέσθην

(그 둘은) 태어나고 있었다

복수 ἐσπερμαινόμεθα

(우리는) 태어나고 있었다

ἐσπερμαίνεσθε

(너희는) 태어나고 있었다

ἐσπερμαίνοντο

(그들은) 태어나고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μηδ’ ἀπὸ δυσφήμοιο τάφου ἀπονοστήσαντα σπερμαίνειν γενεήν, ἀλλ’ ἀθανάτων ἀπὸ δαιτόσ. (Hesiod, Works and Days, Book WD 84:2)

    (헤시오도스, 일과 날, Book WD 84:2)

  • "ἢ κατὰ τοῦτο μὲν ὁ θεὸσ οὐδὲν τοῦ Ἡσιόδου σοφώτεροσ διακελευομένου καὶ παρεγγυῶντοσ μηδ’ ἀπὸ δυστήνοιο τάφου ἀπονοστήσαντα σπερμαίνειν γενεήν, ἀλλ’ ἀθανάτων ἀπὸ δαιτόσ,’ ὡσ οὐ κακίαν μόνον οὐδ’ ἀρετὴν ἀλλὰ καὶ λύπην καὶ χαρὰν καὶ πάνθ’ ὅσ’ ἀναδεχομένησ τῆσ γενέσεωσ, ἱλαροὺσ καὶ ἡδεῖσ καὶ διακεχυμένουσ ἄγειν πρὸσ τὴν τέκνωσιν; (Plutarch, De sera numinis vindicta, section 201)

    (플루타르코스, De sera numinis vindicta, section 201)

유의어

  1. 낳다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION