헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκορπίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σκορπίζω

형태분석: σκορπίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: (어원이 불명확함.)

  1. 흩어지다, 퍼뜨리다, 뿌리다
  1. to scatter, disperse

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκορπίζω

(나는) 흩어진다

σκορπίζεις

(너는) 흩어진다

σκορπίζει

(그는) 흩어진다

쌍수 σκορπίζετον

(너희 둘은) 흩어진다

σκορπίζετον

(그 둘은) 흩어진다

복수 σκορπίζομεν

(우리는) 흩어진다

σκορπίζετε

(너희는) 흩어진다

σκορπίζουσιν*

(그들은) 흩어진다

접속법단수 σκορπίζω

(나는) 흩어지자

σκορπίζῃς

(너는) 흩어지자

σκορπίζῃ

(그는) 흩어지자

쌍수 σκορπίζητον

(너희 둘은) 흩어지자

σκορπίζητον

(그 둘은) 흩어지자

복수 σκορπίζωμεν

(우리는) 흩어지자

σκορπίζητε

(너희는) 흩어지자

σκορπίζωσιν*

(그들은) 흩어지자

기원법단수 σκορπίζοιμι

(나는) 흩어지기를 (바라다)

σκορπίζοις

(너는) 흩어지기를 (바라다)

σκορπίζοι

(그는) 흩어지기를 (바라다)

쌍수 σκορπίζοιτον

(너희 둘은) 흩어지기를 (바라다)

σκορπιζοίτην

(그 둘은) 흩어지기를 (바라다)

복수 σκορπίζοιμεν

(우리는) 흩어지기를 (바라다)

σκορπίζοιτε

(너희는) 흩어지기를 (바라다)

σκορπίζοιεν

(그들은) 흩어지기를 (바라다)

명령법단수 σκόρπιζε

(너는) 흩어져라

σκορπιζέτω

(그는) 흩어져라

쌍수 σκορπίζετον

(너희 둘은) 흩어져라

σκορπιζέτων

(그 둘은) 흩어져라

복수 σκορπίζετε

(너희는) 흩어져라

σκορπιζόντων, σκορπιζέτωσαν

(그들은) 흩어져라

부정사 σκορπίζειν

흩어지는 것

분사 남성여성중성
σκορπιζων

σκορπιζοντος

σκορπιζουσα

σκορπιζουσης

σκορπιζον

σκορπιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκορπίζομαι

(나는) 흩어져진다

σκορπίζει, σκορπίζῃ

(너는) 흩어져진다

σκορπίζεται

(그는) 흩어져진다

쌍수 σκορπίζεσθον

(너희 둘은) 흩어져진다

σκορπίζεσθον

(그 둘은) 흩어져진다

복수 σκορπιζόμεθα

(우리는) 흩어져진다

σκορπίζεσθε

(너희는) 흩어져진다

σκορπίζονται

(그들은) 흩어져진다

접속법단수 σκορπίζωμαι

(나는) 흩어져지자

σκορπίζῃ

(너는) 흩어져지자

σκορπίζηται

(그는) 흩어져지자

쌍수 σκορπίζησθον

(너희 둘은) 흩어져지자

σκορπίζησθον

(그 둘은) 흩어져지자

복수 σκορπιζώμεθα

(우리는) 흩어져지자

σκορπίζησθε

(너희는) 흩어져지자

σκορπίζωνται

(그들은) 흩어져지자

기원법단수 σκορπιζοίμην

(나는) 흩어져지기를 (바라다)

σκορπίζοιο

(너는) 흩어져지기를 (바라다)

σκορπίζοιτο

(그는) 흩어져지기를 (바라다)

쌍수 σκορπίζοισθον

(너희 둘은) 흩어져지기를 (바라다)

σκορπιζοίσθην

(그 둘은) 흩어져지기를 (바라다)

복수 σκορπιζοίμεθα

(우리는) 흩어져지기를 (바라다)

σκορπίζοισθε

(너희는) 흩어져지기를 (바라다)

σκορπίζοιντο

(그들은) 흩어져지기를 (바라다)

명령법단수 σκορπίζου

(너는) 흩어져져라

σκορπιζέσθω

(그는) 흩어져져라

쌍수 σκορπίζεσθον

(너희 둘은) 흩어져져라

σκορπιζέσθων

(그 둘은) 흩어져져라

복수 σκορπίζεσθε

(너희는) 흩어져져라

σκορπιζέσθων, σκορπιζέσθωσαν

(그들은) 흩어져져라

부정사 σκορπίζεσθαι

흩어져지는 것

분사 남성여성중성
σκορπιζομενος

σκορπιζομενου

σκορπιζομενη

σκορπιζομενης

σκορπιζομενον

σκορπιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσκόρπιζον

(나는) 흩어지고 있었다

ἐσκόρπιζες

(너는) 흩어지고 있었다

ἐσκόρπιζεν*

(그는) 흩어지고 있었다

쌍수 ἐσκορπίζετον

(너희 둘은) 흩어지고 있었다

ἐσκορπιζέτην

(그 둘은) 흩어지고 있었다

복수 ἐσκορπίζομεν

(우리는) 흩어지고 있었다

ἐσκορπίζετε

(너희는) 흩어지고 있었다

ἐσκόρπιζον

(그들은) 흩어지고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσκορπιζόμην

(나는) 흩어져지고 있었다

ἐσκορπίζου

(너는) 흩어져지고 있었다

ἐσκορπίζετο

(그는) 흩어져지고 있었다

쌍수 ἐσκορπίζεσθον

(너희 둘은) 흩어져지고 있었다

ἐσκορπιζέσθην

(그 둘은) 흩어져지고 있었다

복수 ἐσκορπιζόμεθα

(우리는) 흩어져지고 있었다

ἐσκορπίζεσθε

(너희는) 흩어져지고 있었다

ἐσκορπίζοντο

(그들은) 흩어져지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει. (, chapter 11 67:2)

    (, chapter 11 67:2)

  • ὁ μὴ ὢν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστίν, καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει. (, chapter 3 530:1)

    (, chapter 3 530:1)

  • τοὺσ δ’ ὄρνεισ ἐπιπτάντασ τὰ μὲν ἐσθίειν τὰ δὲ σκορπίζειν· (Strabo, Geography, book 4, chapter 4 12:11)

    (스트라본, 지리학, book 4, chapter 4 12:11)

유의어

  1. 흩어지다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION