σκιαμαχία?
명사;
자동번역
로마알파벳 전사: skiāmachiā
고전 발음: [스끼아:마키아:]
신약 발음: [스끼아마키아]
기본형:
σκιαμαχία
뜻
- 정거장, 트라키아 여자, 트라키아 노예
- a fighting against a shadow: esp. a form of exercise with hands and feet
- (figuratively) fighting with a shadow, mock fight, beating the air
- τὸν δ ἀδολέσχην ἴσως ἂν ἡ πρὸς τὸ γραφεῖον σκιαμαχία καὶ βοὴ τοῦ πλήθους ἀπερύκουσα α καθ ἡμέραν ἐλαφρότερον παρασκευάσειε τοῖς συνοῦσιν, ὥσπερ οἱ κύνες εἰς λίθους καὶ ξύλα τὸν θυμὸν ἀφέντες ἧττόν εἰσι χαλεποὶ τοῖς ἀνθρώποις. (Plutarch, De garrulitate, section 23 1:2)
(플루타르코스, De garrulitate, section 23 1:2)
- πρὸς τὸ γράφειν σκιαμαχία καὶ ἡ βοὴ τοῦ πλήθους ἀπερύκουσα καθ ἡμέραν ἐλαφρότερον παρασκευάσειε τοῖς συνοῦσιν, ὥσπερ οἱ κύνες εἰς λίθους καὶ ξύλα τὸν θυμὸν ἀφέντες ἧττόν εἰσι χαλεποὶ τοῖς ἀνθρώποις.? (Plutarch, De garrulitate, section 23 3:1)
(플루타르코스, De garrulitate, section 23 3:1)