- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκιαμαχία?

명사; 자동번역 로마알파벳 전사: skiāmachiā 고전 발음: [끼아:마키아:] 신약 발음: [끼아마키아]

기본형: σκιαμαχία

  1. 정거장, 트라키아 여자, 트라키아 노예
  1. a fighting against a shadow: esp. a form of exercise with hands and feet
  2. (figuratively) fighting with a shadow, mock fight, beating the air

예문

  • τὸν δ ἀδολέσχην ἴσως ἂν ἡ πρὸς τὸ γραφεῖον σκιαμαχία καὶ βοὴ τοῦ πλήθους ἀπερύκουσα α καθ ἡμέραν ἐλαφρότερον παρασκευάσειε τοῖς συνοῦσιν, ὥσπερ οἱ κύνες εἰς λίθους καὶ ξύλα τὸν θυμὸν ἀφέντες ἧττόν εἰσι χαλεποὶ τοῖς ἀνθρώποις. (Plutarch, De garrulitate, section 23 1:2)

    (플루타르코스, De garrulitate, section 23 1:2)

  • πρὸς τὸ γράφειν σκιαμαχία καὶ ἡ βοὴ τοῦ πλήθους ἀπερύκουσα καθ ἡμέραν ἐλαφρότερον παρασκευάσειε τοῖς συνοῦσιν, ὥσπερ οἱ κύνες εἰς λίθους καὶ ξύλα τὸν θυμὸν ἀφέντες ἧττόν εἰσι χαλεποὶ τοῖς ἀνθρώποις.? (Plutarch, De garrulitate, section 23 3:1)

    (플루타르코스, De garrulitate, section 23 3:1)

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION