헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκευαγωγέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σκευαγωγέω σκευαγωγήσω

형태분석: σκευαγωγέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from skeuagwgo/s

  1. to carry away goods and chattels

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκευαγώγω

σκευαγώγεις

σκευαγώγει

쌍수 σκευαγώγειτον

σκευαγώγειτον

복수 σκευαγώγουμεν

σκευαγώγειτε

σκευαγώγουσιν*

접속법단수 σκευαγώγω

σκευαγώγῃς

σκευαγώγῃ

쌍수 σκευαγώγητον

σκευαγώγητον

복수 σκευαγώγωμεν

σκευαγώγητε

σκευαγώγωσιν*

기원법단수 σκευαγώγοιμι

σκευαγώγοις

σκευαγώγοι

쌍수 σκευαγώγοιτον

σκευαγωγοίτην

복수 σκευαγώγοιμεν

σκευαγώγοιτε

σκευαγώγοιεν

명령법단수 σκευαγῶγει

σκευαγωγεῖτω

쌍수 σκευαγώγειτον

σκευαγωγεῖτων

복수 σκευαγώγειτε

σκευαγωγοῦντων, σκευαγωγεῖτωσαν

부정사 σκευαγώγειν

분사 남성여성중성
σκευαγωγων

σκευαγωγουντος

σκευαγωγουσα

σκευαγωγουσης

σκευαγωγουν

σκευαγωγουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκευαγώγουμαι

σκευαγώγει, σκευαγώγῃ

σκευαγώγειται

쌍수 σκευαγώγεισθον

σκευαγώγεισθον

복수 σκευαγωγοῦμεθα

σκευαγώγεισθε

σκευαγώγουνται

접속법단수 σκευαγώγωμαι

σκευαγώγῃ

σκευαγώγηται

쌍수 σκευαγώγησθον

σκευαγώγησθον

복수 σκευαγωγώμεθα

σκευαγώγησθε

σκευαγώγωνται

기원법단수 σκευαγωγοίμην

σκευαγώγοιο

σκευαγώγοιτο

쌍수 σκευαγώγοισθον

σκευαγωγοίσθην

복수 σκευαγωγοίμεθα

σκευαγώγοισθε

σκευαγώγοιντο

명령법단수 σκευαγώγου

σκευαγωγεῖσθω

쌍수 σκευαγώγεισθον

σκευαγωγεῖσθων

복수 σκευαγώγεισθε

σκευαγωγεῖσθων, σκευαγωγεῖσθωσαν

부정사 σκευαγώγεισθαι

분사 남성여성중성
σκευαγωγουμενος

σκευαγωγουμενου

σκευαγωγουμενη

σκευαγωγουμενης

σκευαγωγουμενον

σκευαγωγουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκευαγωγήσω

σκευαγωγήσεις

σκευαγωγήσει

쌍수 σκευαγωγήσετον

σκευαγωγήσετον

복수 σκευαγωγήσομεν

σκευαγωγήσετε

σκευαγωγήσουσιν*

기원법단수 σκευαγωγήσοιμι

σκευαγωγήσοις

σκευαγωγήσοι

쌍수 σκευαγωγήσοιτον

σκευαγωγησοίτην

복수 σκευαγωγήσοιμεν

σκευαγωγήσοιτε

σκευαγωγήσοιεν

부정사 σκευαγωγήσειν

분사 남성여성중성
σκευαγωγησων

σκευαγωγησοντος

σκευαγωγησουσα

σκευαγωγησουσης

σκευαγωγησον

σκευαγωγησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκευαγωγήσομαι

σκευαγωγήσει, σκευαγωγήσῃ

σκευαγωγήσεται

쌍수 σκευαγωγήσεσθον

σκευαγωγήσεσθον

복수 σκευαγωγησόμεθα

σκευαγωγήσεσθε

σκευαγωγήσονται

기원법단수 σκευαγωγησοίμην

σκευαγωγήσοιο

σκευαγωγήσοιτο

쌍수 σκευαγωγήσοισθον

σκευαγωγησοίσθην

복수 σκευαγωγησοίμεθα

σκευαγωγήσοισθε

σκευαγωγήσοιντο

부정사 σκευαγωγήσεσθαι

분사 남성여성중성
σκευαγωγησομενος

σκευαγωγησομενου

σκευαγωγησομενη

σκευαγωγησομενης

σκευαγωγησομενον

σκευαγωγησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὥσθ’ ἅμα μὲν πάντεσ ἔρχονται οἱ σκευαγωγοὶ ἐπὶ τὰ τεταγμένα ἄγειν, ἅμα δὲ πάντεσ ἀνατιθέασιν ἐπὶ τὰ ἑαυτοῦ ἕκαστοσ. (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 5 5:2)

    (크세노폰, Cyropaedia, , chapter 5 5:2)

유의어

  1. to carry away goods and chattels

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION