Ancient Greek-English Dictionary Language

σιτηγέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: σιτηγέω σιτηγήσω

Structure: σιτηγέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from sithgo/s

Sense

  1. to convey or transport corn, to import corn

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular σιτήγω σιτήγεις σιτήγει
Dual σιτήγειτον σιτήγειτον
Plural σιτήγουμεν σιτήγειτε σιτήγουσιν*
SubjunctiveSingular σιτήγω σιτήγῃς σιτήγῃ
Dual σιτήγητον σιτήγητον
Plural σιτήγωμεν σιτήγητε σιτήγωσιν*
OptativeSingular σιτήγοιμι σιτήγοις σιτήγοι
Dual σιτήγοιτον σιτηγοίτην
Plural σιτήγοιμεν σιτήγοιτε σιτήγοιεν
ImperativeSingular σιτῆγει σιτηγεῖτω
Dual σιτήγειτον σιτηγεῖτων
Plural σιτήγειτε σιτηγοῦντων, σιτηγεῖτωσαν
Infinitive σιτήγειν
Participle MasculineFeminineNeuter
σιτηγων σιτηγουντος σιτηγουσα σιτηγουσης σιτηγουν σιτηγουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular σιτήγουμαι σιτήγει, σιτήγῃ σιτήγειται
Dual σιτήγεισθον σιτήγεισθον
Plural σιτηγοῦμεθα σιτήγεισθε σιτήγουνται
SubjunctiveSingular σιτήγωμαι σιτήγῃ σιτήγηται
Dual σιτήγησθον σιτήγησθον
Plural σιτηγώμεθα σιτήγησθε σιτήγωνται
OptativeSingular σιτηγοίμην σιτήγοιο σιτήγοιτο
Dual σιτήγοισθον σιτηγοίσθην
Plural σιτηγοίμεθα σιτήγοισθε σιτήγοιντο
ImperativeSingular σιτήγου σιτηγεῖσθω
Dual σιτήγεισθον σιτηγεῖσθων
Plural σιτήγεισθε σιτηγεῖσθων, σιτηγεῖσθωσαν
Infinitive σιτήγεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
σιτηγουμενος σιτηγουμενου σιτηγουμενη σιτηγουμενης σιτηγουμενον σιτηγουμενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to convey or transport corn

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION