Ancient Greek-English Dictionary Language

σφραγιδονυχαργοκομήτης

First declension Noun; Masculine Transliteration:

Principal Part: σφραγιδονυχαργοκομήτης σφραγιδονυχαργοκομήτου

Structure: σφραγιδονυχαργοκομητ (Stem) + ης (Ending)

Etym.: sfragi/s, o)/nuc, a)rgo/s

Sense

  1. a long-haired fop with rings and natty nails

Examples

  • οὐ γὰρ μὰ Δί’ οἶσθ’ ὁτιὴ πλείστουσ αὗται βόσκουσι σοφιστάσ, Θουριομάντεισ ἰατροτέχνασ σφραγιδονυχαργοκομήτασ, κυκλίων τε χορῶν ᾀσματοκάμπτασ ἄνδρασ μετεωροφένακασ, οὐδὲν δρῶντασ βόσκουσ’ ἀργούσ, ὅτι ταύτασ μουσοποιοῦσιν. (Aristophanes, Clouds, Parodos, anapests21)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION