Ancient Greek-English Dictionary Language

σειροφόρος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: σειροφόρος σειροφόρον

Structure: σειροφορ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: = seirafo/ros 1, Eur.

Sense

Examples

  • τούτων γὰρ ἑκάστου παρ’ ἑκάτερον τῶν σειροφόρων ἵππων ἐξέκειτο προσηλωμένα τῷ ζυγῷ ξύστρα παραμήκη τρισπίθαμα, τὴν ἐπιστροφὴν τῆσ ἀκμῆσ ἔχοντα πρὸσ τὴν κατὰ πρόσωπον ἐπιφάνειαν, πρὸσ δὲ ταῖσ κατακλείσεσι τῶν ἀξόνων ἐπ’ εὐθείασ ἄλλα δύο, τὴν μὲν τομὴν ὁμοίαν ἔχοντα πρὸσ τὴν κατὰ πρόσωπον ἐπιφάνειαν τοῖσ προτέροισ, τὸ δὲ μῆκοσ μείζω καὶ πλατύτερα· (Diodorus Siculus, Library, book xvii, chapter 52 12:1)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION