Ancient Greek-English Dictionary Language

σειροφόρος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: σειροφόρος σειροφόρον

Structure: σειροφορ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: = seirafo/ros 1, Eur.

Sense

Examples

  • ὁ δὲ διφρηλάτασ ἐβοᾶτ’, Εὔμηλοσ Φερητιάδασ, ᾧ καλλίστουσ ἰδόμαν χρυσοδαιδάλτουσ στομίοισ πώλουσ κέντρῳ θεινομένουσ, τοὺσ μὲν μέσουσ ζυγίουσ λευκοστίκτῳ τριχὶ βαλιούσ, τοὺσ δ’ ἔξω σειροφόρουσ ἀντήρεισ καμπαῖσι δρόμων, πυρσότριχασ, μονόχαλα δ’ ὑπὸ σφυρὰ ποικιλοδέρμονασ· (Euripides, Iphigenia in Aulis, choral, mesode3)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION