Ancient Greek-English Dictionary Language

σαρκάζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: σαρκάζω σαρκάσω

Structure: σαρκάζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: sa/rc

Sense

  1. to tear flesh like dogs

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular σαρκάζω σαρκάζεις σαρκάζει
Dual σαρκάζετον σαρκάζετον
Plural σαρκάζομεν σαρκάζετε σαρκάζουσιν*
SubjunctiveSingular σαρκάζω σαρκάζῃς σαρκάζῃ
Dual σαρκάζητον σαρκάζητον
Plural σαρκάζωμεν σαρκάζητε σαρκάζωσιν*
OptativeSingular σαρκάζοιμι σαρκάζοις σαρκάζοι
Dual σαρκάζοιτον σαρκαζοίτην
Plural σαρκάζοιμεν σαρκάζοιτε σαρκάζοιεν
ImperativeSingular σάρκαζε σαρκαζέτω
Dual σαρκάζετον σαρκαζέτων
Plural σαρκάζετε σαρκαζόντων, σαρκαζέτωσαν
Infinitive σαρκάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
σαρκαζων σαρκαζοντος σαρκαζουσα σαρκαζουσης σαρκαζον σαρκαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular σαρκάζομαι σαρκάζει, σαρκάζῃ σαρκάζεται
Dual σαρκάζεσθον σαρκάζεσθον
Plural σαρκαζόμεθα σαρκάζεσθε σαρκάζονται
SubjunctiveSingular σαρκάζωμαι σαρκάζῃ σαρκάζηται
Dual σαρκάζησθον σαρκάζησθον
Plural σαρκαζώμεθα σαρκάζησθε σαρκάζωνται
OptativeSingular σαρκαζοίμην σαρκάζοιο σαρκάζοιτο
Dual σαρκάζοισθον σαρκαζοίσθην
Plural σαρκαζοίμεθα σαρκάζοισθε σαρκάζοιντο
ImperativeSingular σαρκάζου σαρκαζέσθω
Dual σαρκάζεσθον σαρκαζέσθων
Plural σαρκάζεσθε σαρκαζέσθων, σαρκαζέσθωσαν
Infinitive σαρκάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
σαρκαζομενος σαρκαζομενου σαρκαζομενη σαρκαζομενης σαρκαζομενον σαρκαζομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION