Ancient Greek-English Dictionary Language

ῥοώδης

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ῥοώδης ῥοώδες

Structure: ῥοωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. with a strong stream, in which there are strong currents, exposed to such seas

Examples

  • ἡ δὲ περὶ τὴν νῆσον θάλαττα, ῥοώδησ οὖσα καὶ μεγάλασ ἀμπώτεισ καὶ πλημύρασ ποιουμένη, γλυκεῖα τὴν γεῦσιν καθέστηκε. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 2, chapter 58 7:1)
  • διέχουσι δὲ σταδίουσ ἑκατὸν τριάκοντα αἱ Θυρίδεσ τοῦ Ταινάρου ἐν τῷ Μεσσηνιακῷ οὖσαι κόλπῳ, ῥοώδησ κρημνόσ. (Strabo, Geography, Book 8, chapter 5 2:2)
  • ὡσ οὖν ὁ τῶν Αἰγυπτίων στρατὸσ ἅπασ ἐντὸσ ἦν, ἐπιχεῖται πάλιν ἡ θάλασσα καὶ περικαταλαμβάνει ῥοώδησ ὑπὸ πνευμάτων κατιοῦσα τοὺσ Αἰγυπτίουσ, ὄμβροι τ’ ἀπ’ οὐρανοῦ κατέβαινον καὶ βρονταὶ σκληραὶ προσεξαπτομένησ ἀστραπῆσ καὶ κεραυνοὶ δὲ κατηνέχθησαν. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 2 432:1)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION