Ancient Greek-English Dictionary Language

ῥομβοειδής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ῥομβοειδής ῥομβοειδές

Structure: ῥομβοειδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. rhomboidal, a rhomboid, opposite

Examples

  • τῇ μὲν δὴ ῥομβοειδεῖ τάξει τὸ πολὺ Θεσσαλοὶ ἐχρήσαντο, καὶ Ιἄσων, ὡσ λόγοσ, ὁ Θεσσαλὸσ τὸ σχῆμα τοῦτο πρῶτοσ ἐξεῦρεν, ἐμοὶ δὲ δοκεῖν, προεξευρημένῳ πολλῷ χρησάμενοσ ἀπ̓ αὐτοῦ ηὐδοκίμησεν. (Arrian, chapter 16 4:1)
  • ἡ δ’ ἐστὶ ῥομβοειδεῖ θυρεῷ στενωτέρασ ἔχοντι τὰσ λαγόνασ ἐμφερήσ, οἱάσ λέγονται φέρειν οἱ τὰ Κουρήτων παρ’ Ἕλλησιν ἐπιτελοῦντεσ ἱερά. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 70 5:1)
  • ὁπλίζονται δὲ γέρρῳ ῥομβοειδεῖ, παρὰ δὲ τὰσ φαρέτρασ σαγάρεισ ἔχουσι καὶ κοπίδασ, περὶ δὲ τῇ κεφαλῇ πίλημα πυργωτόν, θώραξ δ’ ἐστὶν αὐτοῖσ φολιδωτόσ. (Strabo, Geography, book 15, chapter 3 38:4)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION