Ancient Greek-English Dictionary Language

θορυβώδης

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: θορυβώδης θορυβώδες

Structure: θορυβωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. noisy, uproarious, turbulent
  2. causing alarm

Examples

  • οἱ γὰρ δήμαρχοι παρόντεσ, ὡσ ᾔσθοντο τῇ γνώμῃ κρατοῦντα τὸν Μάρκιον, ἐξέδραμον εἰσ τὸν ὄχλον μετὰ βοῆσ παρακελευόμενοι συνίστασθαι καὶ βοηθεῖν αὐτοῖσ τοὺσ πολλούσ, ἐκκλησίασ δὲ θορυβώδουσ γενομένησ, καὶ τῶν λόγων οὓσ ὁ Μάρκιοσ εἶπεν ἀναγορευθέντων, ὀλίγον ἐδέησεν ἐμπεσεῖν ὑπ’ ὀργῆσ φερόμενοσ εἰσ τὴν βουλὴν ὁ δῆμοσ· (Plutarch, Lives, chapter 17 1:3)
  • καὶ αὐτοῖσ ἀτάκτου καὶ θορυβώδουσ τῆσ ἀναχωρήσεωσ γιγνομένησ καὶ φυγῇ μάλιστα ὁμοίασ, οἱ Παλλάντιοι πανταχόθεν ἐπικείμενοι πολλὰ ἔβλαπτον ἐξ ἠοῦσ ἐπὶ ἑσπέραν. (Appian, The Foreign Wars, chapter 13 7:5)
  • Ὅτι Λυκίσκου τοῦ Αἰτωλοῦ ταραχώδουσ ὄντοσ καὶ θορυβώδουσ, ἀναιρεθέντοσ δὲ τούτου, τὸ ἑξῆσ οἱ Αἰτωλοὶ ὡμοφρόνησαν καὶ ὡμονόησαν ἑνὸσ ἀνθρώπου παραχωρήσαντοσ· (Polybius, Histories, book 32, ii. res graeciae 1:1)

Synonyms

  1. noisy

  2. causing alarm

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION