고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: θορυβητικός θορυβητική θορυβητικόν
Structure: θορυβητικ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | θορυβητικός | θορυβητική | θορυβητικόν |
Genitive | θορυβητικοῦ | θορυβητικῆς | θορυβητικοῦ | |
Dative | θορυβητικῷ | θορυβητικῇ | θορυβητικῷ | |
Accusative | θορυβητικόν | θορυβητικήν | θορυβητικόν | |
Vocative | θορυβητικέ | θορυβητική | θορυβητικόν | |
Dual | N/A/V | θορυβητικώ | θορυβητικᾱ́ | θορυβητικώ |
G/D | θορυβητικοῖν | θορυβητικαῖν | θορυβητικοῖν | |
Plural | Nominative | θορυβητικοί | θορυβητικαί | θορυβητικά |
Genitive | θορυβητικῶν | θορυβητικῶν | θορυβητικῶν | |
Dative | θορυβητικοῖς | θορυβητικαῖς | θορυβητικοῖς | |
Accusative | θορυβητικούς | θορυβητικᾱ́ς | θορυβητικά | |
Vocative | θορυβητικοί | θορυβητικαί | θορυβητικά |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | θορυβητικός θορυβητικοῦ | θορυβητικότερος θορυβητικοτεροῦ | θορυβητικότατος θορυβητικοτατοῦ |
Adverb | θορυβητικώς | θορυβητικότερον | θορυβητικότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기