헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θηλυδρίας

1군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: θηλυδρίας θηλυδρίου

형태분석: θηλυδρι (어간) + ᾱς (어미)

어원: qh=lus

  1. a womanish, effeminate person

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τῶν δὲ ἀπὸ τῆσ Ῥωμαίων βουλῆσ τισ Ἀθήνησιν υἱὸν αὐτῷ δείξασ πάνυ ὡραῖον, θηλυδρίαν δὲ καὶ διακεκλασμένον, Προσαγορεύει σε, ἔφη, ὁ ἐμὸσ υἱὸσ οὑτοσί, καὶ ὁ Δημῶναξ, Καλόσ, ἔφη, καὶ σοῦ ἄξιοσ καὶ τῇ μητρὶ ὅμοιοσ. (Lucian, (no name) 18:1)

    (루키아노스, (no name) 18:1)

  • ἀνὴρ δὲ τίσ ὢν ὅλωσ,^ καὶ ταῦτα παιδείᾳ σύντροφοσ καὶ φιλοσοφίᾳ τὰ μέτρια ὡμιληκώσ, ἀφέμενοσ, ὦ Λυκῖνε, τοῦ περὶ τὰ βελτίω σπουδάζειν καὶ τοῖσ παλαιοῖσ συνεῖναι κάθηται καταυλούμενοσ, θηλυδρίαν ἄνθρωπον ὁρῶν ἐσθῆσι μαλακαῖσ καὶ ᾄσμασιν ἀκολάστοισ ἐναβρυνόμενον καὶ μιμούμενον ἐρωτικὰ γύναια, τῶν πάλαι τὰσ μαχλοτάτασ, Φαίδρασ καὶ Παρθενόπασ καὶ Ῥοδόπασ τινάσ, καὶ ταῦτα πάντα ὑπὸ κρούμασιν καὶ τερετίσμασι καὶ ποδῶν κτύπῳ, καταγέλαστα ὡσ ἀληθῶσ πράγματα καὶ ἥκιστα ἐλευθέρῳ ἀνδρὶ καὶ οἱῴ σοὶ πρέποντα ; (Lucian, De saltatione, (no name) 2:1)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 2:1)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION