헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσεκχλευάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσεκχλευάζω προσεκχλευάσω

형태분석: προσεκχλευάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to ridicule besides

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεκχλευάζω

προσεκχλευάζεις

προσεκχλευάζει

쌍수 προσεκχλευάζετον

προσεκχλευάζετον

복수 προσεκχλευάζομεν

προσεκχλευάζετε

προσεκχλευάζουσιν*

접속법단수 προσεκχλευάζω

προσεκχλευάζῃς

προσεκχλευάζῃ

쌍수 προσεκχλευάζητον

προσεκχλευάζητον

복수 προσεκχλευάζωμεν

προσεκχλευάζητε

προσεκχλευάζωσιν*

기원법단수 προσεκχλευάζοιμι

προσεκχλευάζοις

προσεκχλευάζοι

쌍수 προσεκχλευάζοιτον

προσεκχλευαζοίτην

복수 προσεκχλευάζοιμεν

προσεκχλευάζοιτε

προσεκχλευάζοιεν

명령법단수 προσεκχλεύαζε

προσεκχλευαζέτω

쌍수 προσεκχλευάζετον

προσεκχλευαζέτων

복수 προσεκχλευάζετε

προσεκχλευαζόντων, προσεκχλευαζέτωσαν

부정사 προσεκχλευάζειν

분사 남성여성중성
προσεκχλευαζων

προσεκχλευαζοντος

προσεκχλευαζουσα

προσεκχλευαζουσης

προσεκχλευαζον

προσεκχλευαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεκχλευάζομαι

προσεκχλευάζει, προσεκχλευάζῃ

προσεκχλευάζεται

쌍수 προσεκχλευάζεσθον

προσεκχλευάζεσθον

복수 προσεκχλευαζόμεθα

προσεκχλευάζεσθε

προσεκχλευάζονται

접속법단수 προσεκχλευάζωμαι

προσεκχλευάζῃ

προσεκχλευάζηται

쌍수 προσεκχλευάζησθον

προσεκχλευάζησθον

복수 προσεκχλευαζώμεθα

προσεκχλευάζησθε

προσεκχλευάζωνται

기원법단수 προσεκχλευαζοίμην

προσεκχλευάζοιο

προσεκχλευάζοιτο

쌍수 προσεκχλευάζοισθον

προσεκχλευαζοίσθην

복수 προσεκχλευαζοίμεθα

προσεκχλευάζοισθε

προσεκχλευάζοιντο

명령법단수 προσεκχλευάζου

προσεκχλευαζέσθω

쌍수 προσεκχλευάζεσθον

προσεκχλευαζέσθων

복수 προσεκχλευάζεσθε

προσεκχλευαζέσθων, προσεκχλευαζέσθωσαν

부정사 προσεκχλευάζεσθαι

분사 남성여성중성
προσεκχλευαζομενος

προσεκχλευαζομενου

προσεκχλευαζομενη

προσεκχλευαζομενης

προσεκχλευαζομενον

προσεκχλευαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεκχλευάσω

προσεκχλευάσεις

προσεκχλευάσει

쌍수 προσεκχλευάσετον

προσεκχλευάσετον

복수 προσεκχλευάσομεν

προσεκχλευάσετε

προσεκχλευάσουσιν*

기원법단수 προσεκχλευάσοιμι

προσεκχλευάσοις

προσεκχλευάσοι

쌍수 προσεκχλευάσοιτον

προσεκχλευασοίτην

복수 προσεκχλευάσοιμεν

προσεκχλευάσοιτε

προσεκχλευάσοιεν

부정사 προσεκχλευάσειν

분사 남성여성중성
προσεκχλευασων

προσεκχλευασοντος

προσεκχλευασουσα

προσεκχλευασουσης

προσεκχλευασον

προσεκχλευασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεκχλευάσομαι

προσεκχλευάσει, προσεκχλευάσῃ

προσεκχλευάσεται

쌍수 προσεκχλευάσεσθον

προσεκχλευάσεσθον

복수 προσεκχλευασόμεθα

προσεκχλευάσεσθε

προσεκχλευάσονται

기원법단수 προσεκχλευασοίμην

προσεκχλευάσοιο

προσεκχλευάσοιτο

쌍수 προσεκχλευάσοισθον

προσεκχλευασοίσθην

복수 προσεκχλευασοίμεθα

προσεκχλευάσοισθε

προσεκχλευάσοιντο

부정사 προσεκχλευάσεσθαι

분사 남성여성중성
προσεκχλευασομενος

προσεκχλευασομενου

προσεκχλευασομενη

προσεκχλευασομενης

προσεκχλευασομενον

προσεκχλευασομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to ridicule besides

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION