고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: προσδικάζομαι
Structure: προσδικάζ (Stem) + ομαι (Ending)
Middle/Passive | ||||
---|---|---|---|---|
1st person | 2nd person | 3rd person | ||
Indicative | Singular | προσδικάζομαι | προσδικάζει, προσδικάζῃ | προσδικάζεται |
Dual | προσδικάζεσθον | προσδικάζεσθον | ||
Plural | προσδικαζόμεθα | προσδικάζεσθε | προσδικάζονται | |
Subjunctive | Singular | προσδικάζωμαι | προσδικάζῃ | προσδικάζηται |
Dual | προσδικάζησθον | προσδικάζησθον | ||
Plural | προσδικαζώμεθα | προσδικάζησθε | προσδικάζωνται | |
Optative | Singular | προσδικαζοίμην | προσδικάζοιο | προσδικάζοιτο |
Dual | προσδικάζοισθον | προσδικαζοίσθην | ||
Plural | προσδικαζοίμεθα | προσδικάζοισθε | προσδικάζοιντο | |
Imperative | Singular | προσδικάζου | προσδικαζέσθω | |
Dual | προσδικάζεσθον | προσδικαζέσθων | ||
Plural | προσδικάζεσθε | προσδικαζέσθων, προσδικαζέσθωσαν | ||
Infinitive | προσδικάζεσθαι | |||
Participle | Masculine | Feminine | Neuter | |
προσδικαζομενος προσδικαζομενου | προσδικαζομενη προσδικαζομενης | προσδικαζομενον προσδικαζομενου |
Middle/Passive | ||||
---|---|---|---|---|
1st person | 2nd person | 3rd person | ||
Indicative | Singular | ἐπροσδικαζόμην | ἐπροσδικάζου | ἐπροσδικάζετο |
Dual | ἐπροσδικάζεσθον | ἐπροσδικαζέσθην | ||
Plural | ἐπροσδικαζόμεθα | ἐπροσδικάζεσθε | ἐπροσδικάζοντο |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기