Ancient Greek-English Dictionary Language

προσακροβολίζομαι

Non-contract Verb; 이상동사 Transliteration:

Principal Part: προσακροβολίζομαι

Structure: προς (Prefix) + ἀκροβολίζ (Stem) + ομαι (Ending)

Sense

  1. to skirmish with besides

Conjugation

Present tense

Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσακροβολίζομαι προσακροβολίζει, προσακροβολίζῃ προσακροβολίζεται
Dual προσακροβολίζεσθον προσακροβολίζεσθον
Plural προσακροβολιζόμεθα προσακροβολίζεσθε προσακροβολίζονται
SubjunctiveSingular προσακροβολίζωμαι προσακροβολίζῃ προσακροβολίζηται
Dual προσακροβολίζησθον προσακροβολίζησθον
Plural προσακροβολιζώμεθα προσακροβολίζησθε προσακροβολίζωνται
OptativeSingular προσακροβολιζοίμην προσακροβολίζοιο προσακροβολίζοιτο
Dual προσακροβολίζοισθον προσακροβολιζοίσθην
Plural προσακροβολιζοίμεθα προσακροβολίζοισθε προσακροβολίζοιντο
ImperativeSingular προσακροβολίζου προσακροβολιζέσθω
Dual προσακροβολίζεσθον προσακροβολιζέσθων
Plural προσακροβολίζεσθε προσακροβολιζέσθων, προσακροβολιζέσθωσαν
Infinitive προσακροβολίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσακροβολιζομενος προσακροβολιζομενου προσακροβολιζομενη προσακροβολιζομενης προσακροβολιζομενον προσακροβολιζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION