Ancient Greek-English Dictionary Language

προκαταλύω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: προκαταλύω προκαταλύσω

Structure: προ (Prefix) + καταλύ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to break up or annul beforehand, to end, before, to end their mutual, before

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκαταλύω προκαταλύεις προκαταλύει
Dual προκαταλύετον προκαταλύετον
Plural προκαταλύομεν προκαταλύετε προκαταλύουσιν*
SubjunctiveSingular προκαταλύω προκαταλύῃς προκαταλύῃ
Dual προκαταλύητον προκαταλύητον
Plural προκαταλύωμεν προκαταλύητε προκαταλύωσιν*
OptativeSingular προκαταλύοιμι προκαταλύοις προκαταλύοι
Dual προκαταλύοιτον προκαταλυοίτην
Plural προκαταλύοιμεν προκαταλύοιτε προκαταλύοιεν
ImperativeSingular προκατάλυε προκαταλυέτω
Dual προκαταλύετον προκαταλυέτων
Plural προκαταλύετε προκαταλυόντων, προκαταλυέτωσαν
Infinitive προκαταλύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προκαταλυων προκαταλυοντος προκαταλυουσα προκαταλυουσης προκαταλυον προκαταλυοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκαταλύομαι προκαταλύει, προκαταλύῃ προκαταλύεται
Dual προκαταλύεσθον προκαταλύεσθον
Plural προκαταλυόμεθα προκαταλύεσθε προκαταλύονται
SubjunctiveSingular προκαταλύωμαι προκαταλύῃ προκαταλύηται
Dual προκαταλύησθον προκαταλύησθον
Plural προκαταλυώμεθα προκαταλύησθε προκαταλύωνται
OptativeSingular προκαταλυοίμην προκαταλύοιο προκαταλύοιτο
Dual προκαταλύοισθον προκαταλυοίσθην
Plural προκαταλυοίμεθα προκαταλύοισθε προκαταλύοιντο
ImperativeSingular προκαταλύου προκαταλυέσθω
Dual προκαταλύεσθον προκαταλυέσθων
Plural προκαταλύεσθε προκαταλυέσθων, προκαταλυέσθωσαν
Infinitive προκαταλύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προκαταλυομενος προκαταλυομενου προκαταλυομενη προκαταλυομενης προκαταλυομενον προκαταλυομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκαταλύσω προκαταλύσεις προκαταλύσει
Dual προκαταλύσετον προκαταλύσετον
Plural προκαταλύσομεν προκαταλύσετε προκαταλύσουσιν*
OptativeSingular προκαταλύσοιμι προκαταλύσοις προκαταλύσοι
Dual προκαταλύσοιτον προκαταλυσοίτην
Plural προκαταλύσοιμεν προκαταλύσοιτε προκαταλύσοιεν
Infinitive προκαταλύσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προκαταλυσων προκαταλυσοντος προκαταλυσουσα προκαταλυσουσης προκαταλυσον προκαταλυσοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκαταλύσομαι προκαταλύσει, προκαταλύσῃ προκαταλύσεται
Dual προκαταλύσεσθον προκαταλύσεσθον
Plural προκαταλυσόμεθα προκαταλύσεσθε προκαταλύσονται
OptativeSingular προκαταλυσοίμην προκαταλύσοιο προκαταλύσοιτο
Dual προκαταλύσοισθον προκαταλυσοίσθην
Plural προκαταλυσοίμεθα προκαταλύσοισθε προκαταλύσοιντο
Infinitive προκαταλύσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προκαταλυσομενος προκαταλυσομενου προκαταλυσομενη προκαταλυσομενης προκαταλυσομενον προκαταλυσομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION